Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

Μια άκρως ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον Γιώργο Κωνσταντίνο Κούκιο των Morel - Mέρος Δεύτερο

Στο δεύτερο μέρος της συζήτησης με τον με τον Γιώργο Κωνσταντίνο Κούκιο των Morel, συζητάμε για το Chernobyl, για την Biennale της Bologna , για τον δεύτερο δίσκο τους με τίτλο Βουβά Τοπία, για το τρίτο τους άλμπουμ που δεν κυκλοφόρησε ποτέ και για το εαν υπάρχει περίπτωση να ξαναδούμε τους Morel επι σκηνής. Απολαύστε την συζήτησή μας ακούγοντας τι άλλο? Morel και το Βουβά Τοπία.

------------------------

Γιουσουρούμ: Ο δεύτερος δίσκος σας με τίτλο "Βουβά Τοπία" απέσπασε και αυτός διθυραμβικές κριτικές και σας οδήγησε στην Biennale της Bologna το '88 ενώ θεωρείται από πολλούς ως μοναδικό στο είδος του και έχει διδαχθεί ως θέμα Σύγχρονης Μουσικής στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης. Πως αισθάνεται κάποιος που το έργο του έχει τύχει αυτής της αναγνώρισης ενώ από την άλλη ίσως ο δίσκος αυτός παραμένει καλά κρυμμένο μυστικό για τους νέους ακροατές;

Γιώργος Κωνσταντίνος Κούκιος: Πρώτα από όλα, να συνεχίσω από το σημείο της παρουσίασης των μελών της μπάντας, διότι εδώ -στα «Βουβά Τοπία»- έχουμε μια κορυφαία αλλαγή στο σχήμα, δηλαδή την αποχώρηση του Βαγγέλη Πέππα (μπάσο έπαιξε ο Μιχάλης και σε ένα κομμάτι ο Γιώργος Τασούλας που μας συνόδεψε εκείνο το διάστημα στις συναυλίες, ως την έλευση του Κώστογλου κι αμέσως μετά του Κοντόπουλου) και την ένταξη του Γιώργου Ανδρέου, του επιστήθιου φίλου μου, που ήταν και συνεχίζει να είναι κορυφαίος μουσικός, συνθέτης, στοχαστής, ένας πολύ ευαίσθητος και δημιουργικός άνθρωπος. Τότε, ήταν και ηχολήπτης και παραγωγός, στην αρχή του μεν αλλά και με ικανή εμπειρία τόσο από προσωπική μουσική πορεία όσο και από την συμβολή του σε τροχιές άλλων. Ο Γιώργος, έχει κι αυτός τεράστιες περγαμηνές σπουδών στην μουσική αλλά και στο πανεπιστήμιο στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, παράλληλα έγραφε και γράφει, μελετά λογοτεχνία, είναι ακούραστος. Η δε τεχνική του κατάρτιση στα πλήκτρα είναι μοναδική. Οι Μορέλ, με κείνη την σύνθεση, από τα Βουβά Τοπία και μετά, θα μπορούσαν να ανοίξουν ένα είδος εργαστηρίου ή φιλοσοφικής σχολής τότε. Όταν μάλιστα έδεσε μαζί μας ο Βαγγέλης Κοντόπουλος στο μπάσο -ένας τεράστιος μουσικός, συνθέτης κι ερμηνευτής-, γελούσαμε πολύ με αυτήν την ιδέα. Κάθε πρόβα ήταν ένα σχολείο, για όλους.

Σπούδασα μουσική μέσα από τους μουσικούς, κι οι Μορέλ -για μένα τουλάχιστον- έγιναν διδακτορικό. Προτιμήσαμε λοιπόν, αντί για «Φιλοσοφική Σχολή», να ξανακάνουμε έναν δίσκο, με υλικό μιαν άλλη ενότητά μου, από την οποία επιλέξαμε το μεγαλύτερο μέρος. Εδώ, τα πράγματα μπήκαν στη θέση τους από την αρχή τακτοποιημένα ως προς τον χρόνο ηχογράφησης κλπ. Είμαι πραγματικά πολύ περήφανος όταν ακούω αυτόν τον δίσκο κι ευγνώμων για την συνεργασία όλων τότε. Όσο για τα μυστικά του, εκεί πετύχαμε να κωδικοποιήσουμε μουσικά κάποια πράγματα σε περίπτωση απώλειας -κι όχι μονάχα της μνήμης-. Είναι ακόμη όλα εκεί και περιμένουν, μόλις μπει κάτω από την βελόνα ο δίσκος, να ξεπηδήσει ζωντανός ένας ολόκληρος κόσμος. Ο Νίκος Γκίνης («Σύνδρομο»), μου είχε πει τότε κάτι που με είχε συγκινήσει πολύ: «Αυτό που μου άρεσε ιδιαίτερα όταν τον άκουσα, είναι που καταφέρατε να μεταφέρετε ατόφια τη σύνθεση στο στούντιο, μεγάλη υπόθεση»…

Και φαίνεται λοιπόν πως γενικότερα μα κι ειδικότερα έκανε εντύπωση. Στην Ιταλία είχαν μεγάλη απήχηση οι ζωντανές μας εμφανίσεις. Άλλωστε, αυτός είναι ο δίσκος που μας άνοιξε την πόρτα της Μπιενάλε στην Μπολώνια. Λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία του δίσκου, μια φίλη ελληνοαμερικάνα που σπούδαζε στις ΗΠΑ, τον πήρε μαζί της κι όταν επέστρεψε ένα χρόνο μετά, μου ανακοίνωσε πως τα «Βουβά Τοπία» έγιναν αντικείμενο διδασκαλίας στο Πανεπιστήμιο! Κι αμέσως μετά μου ανέθεσε σαν παραγγελία, να γράψω ένα έργο για να παιχτεί εκεί. Το έργο γράφτηκε σε έναν χρόνο, η παραγγελία όμως είχε στο μεταξύ ακυρωθεί για λόγους άσχετους. Αυτό ήταν το «Πολύγλωττον» που είχε ως ραχοκοκκαλιά έναν μύθο: τις «Οδηγίες πλεύσης θαλασσών και διάσχισης ερήμων» όπου έγραψα 24 Ραψωδίες καθώς και την αντίστοιχη μουσική, σχεδίασα την παράσταση, τα οπτικοακουστικά παράλληλα δρώμενα, αλλά και την σκηνοθεσία για το μπαλέτο κλπ. Ένα μεγάλο μέρος αυτής της δουλειάς ήταν η πρότασή μας για την Μπολώνια. Τελικά, κανένας από το γκρουπ δεν συμφωνούσε να ανοιχτούμε τόσο πολύ κι έτσι μείναμε στην παρουσίαση των δυό μας δίσκων. Το έργο κατατέθηκε ολοκληρωμένο αργότερα στην «Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997». Δεν πήρα απάντηση ποτέ… καλό;…

Γιουσουρούμ: Δεν είναι περίεργο που δεν έχει επανακυκλοφορήσει ποτέ; Σκέφτεστε να το κάνετε επιτέλους ώστε να μπορούμε πολλοί από εμάς να τον έχουν στην δισκοθήκη τους και να τον ακούνε;

Γιώργος Κωνσταντίνος Κούκιος: Δεν έχει νόημα να ξαναγυρίζω εκεί, σε παλιές γκρίνιες που καλά κάνανε και θάφτηκαν για πάντα. Είπαμε, κολλήματα δεν έχει η μια Σκηνή ή η άλλη, αλλά οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι ευθύνονται για τις επιλογές τους. Όμως, ναι, ο δίσκος θα ξανακυκλοφορήσει, και μάλιστα όχι μόνος του, αλλά και οι 2 μαζί συν κάποια άλλα πράγματα όπως ακυκλοφόρητα κομμάτια και ζωντανές εμφανίσεις. Αν δεν είχαμε τώρα τα θέματα εγκλεισμού κλπ, θα είχα ήδη βάλει μπρος συζητήσεις του προηγούμενου χειμώνα που ήταν έτοιμες να τελεσφορήσουν.

Γιουσουρούμ: Έχω δει το "Βουβά Τοπία" να πουλιέται στο δίκτυο μέχρι και σε τριψήφιο νούμερο. Είναι κάτι που σας «τρομάζει» στα ποσά που μερικοί βγάζουν ενώ οι μουσικοί και οι δημιουργοί των έργων αυτών δεν έχουν ίσως βγάλει ποτέ τα προς το ζην από τη δουλειά τους;

Γιώργος Κωνσταντίνος Κούκιος:Δεν σκέφτηκα ποτέ πως θα μπορούσα να ζήσω από την μουσική μου. Από την μουσική έζησα κάποτε, μα όχι από το δικό μου έργο. Δεν με απασχολεί το γεγονός του κέρδους τρίτων πάνω σε δικά μου πονήματα που έχουν πάρει τελική μορφή -δίσκος, κασέτα, cd-, έχουν φύγει από μένα αυτά.. Αντίθετα, όταν ένας επηρεασμός καταντά ουσιαστικά σφετερισμός ή και υποκλοπή, το συναντάς κάπου και σε τριβελίζει, τότε ναι, στεναχωριέμαι. Αυτός πάντως ο προβληματισμός για την αξία ενός έργου, είναι συνηθισμένη κι αιώνια ιστορία. Δεν σημαίνει πως ένα έργο αξίζει τα λεφτά του όταν μοσχοπουληθεί. Έχω αμέτρητα βινύλια, κάποια είναι από κακά έως μέτρια ως έργα και συνεχίζουν να είναι ακριβά. Και το αντίθετο. Είναι άλλο πράγμα η ποιότητα του έργου κι άλλο η χρηματική – συλλεκτική του αξία. Έχω γνωρίσει συλλέκτες με τεράστιες συλλογές, έχουν ακούσει ελάχιστα την μουσική που συσσωρεύουν ως ποντικομαμές και βεβαίως είναι ανάξιοι οι περισσότεροι να αντιληφθούν το κάθε έργο σε κάποια έκτασή του. Είναι μια αντίφαση που δεν με αφορά.


Γιουσουρούμ: Πολλά έχουν γραφτεί για το τι έγινε στην Biennale της Bologna το '88. Το σίγουρο είναι ότι αποτέλεσε την αρχή του τέλους των Morel. Μπορείτε να μας πείτε τελικά τι έγινε εκεί τόσο με το έργο που θέλατε να παρουσιάσετε όσο και μεταξύ σας;


Γιώργος Κωνσταντίνος Κούκιος:: ὅ γέγονε γέγονε… Η ουσία είναι πως αντί να συνεχίσουμε να παρατηρούμε τα φαινόμενα και να καταγράφουμε τις τροχιές του φεγγαριού ή το θαύμα του ήλιου όλοι μαζί, καθείς ήθελε ξαφνικά να δείχνει την μαγεία τους μονάχος στο εξής. Κι έτσι η ομάδα και το εργαστήρι της κατέρρευσαν. Καθείς τράβηξε τον δρόμο του. Πάντως, πέρα από τις αναζητήσεις σε ομαδικό ή ατομικό επίπεδο, πρέπει να υπογραμμίσω πως ήταν επιτακτική ανάγκη η επιβίωση, και μέσα από τις εργασίες των Morel δεν μπορούσε κανείς να ελπίζει στο άμεσο μέλλον οποιαδήποτε απολαβή.

Γιουσουρούμ: Παρ όλα αυτά το 1989 αρχίζετε τις ηχογραφήσεις του τρίτου άλμπουμ των Morel το οποίο δεν ολοκληρώθηκε και δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Τι μεσολάβησε για αυτό;

Γιώργος Κωνσταντίνος Κούκιος: Ναι, έτσι είναι. Με την αμέριστη συμπαράσταση πάντα του Μιχάλη σε ό,τι πάλευα, κι ύστερα του Γιώργου Ανδρέου, είχα συμφωνήσει με την penguin να ηχογραφήσουμε τον 3ο δίσκο των Morel, την «Εξαίσια Γνώση» (μιάς φούξιας αχιβάδας με ράμφος αετού), μια ενότητα αφιερωμένη στον Μάνο Χατζιδάκι. Στην προαναφερθείσα εργασία, θα ηχογραφούσαμε κι ένα σύνολο άλλων κομματιών του Ανδρέου, του Βερναρδάκη κι άλλα δικά μου. Ίσως και να έβγαινε διπλός ο δίσκος, δεν ξέραμε ακόμη καλά-καλά τί θα γίνει στο studio. Τα κομμάτια πάντως υπήρχαν και υπάρχουν, δυστυχώς εκτός δισκογραφίας. Όμως, το ατύχημα με το αυτοκίνητο έστειλε τον Μιχάλη κι εμένα στο νοσοκομείο, το βράδυ ακριβώς πριν την έναρξη της ηχογράφησης. Στα 1989 αυτά, αρχές Δεκέμβρη. Τα σχέδιά του για την συνέχιση των μουσικών του σπουδών στην Ελβετία, ναυάγησαν μέσα σε λίγες ώρες. Είχε γίνει δεκτός από την μουσική Ακαδημία της Γενεύης ως ένας από τους ελάχιστους υποτρόφους που μπορούν να σπουδάσουν εκεί τελειοποιώντας τις σπουδές τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Θα έφευγε την άνοιξη για την Ελβετία. Για μένα δεν υφίστατο πλέον το ενδεχόμενο της ηχογράφησης, είχα απελπιστεί… 3 χρόνια μετά, στο τέλος του καλοκαιριού του 1992, αφού ουσιαστικά είχα απομονωθεί, μελετούσα κι έγραφα στο σπίτι όταν δεν εργαζόμουν στο γραφείο, έψαξα τον Μιχάλη κι έμαθα πως είχε πάει στα νησιά με τον Σιδηροκαστρίτη. Είχα τελειωμένη μια καινούργια ενότητα, τον «Νόστο». Μιά μέρα μου τηλεφώνησε στο γραφείο ο Νίκος. Ο Μιχάλης πέθαινε στο νοσοκομείο με κατεστραμμένο το μυοκάρδιο και τα νεφρά... όταν τον είδα, μου μίλησε για τελευταία φορά... χάϊδεψα τα μαλλιά του και βγήκα από την εντατική... λίγο αργότερα ξεψύχησε...


Γιουσουρούμ: Υπάρχει περίπτωση να ξαναδούμε τους Morel επί σκηνής; Ή μια νέα σας δουλειά;

Γιώργος Κωνσταντίνος Κούκιος: Επί σκηνής! Πολύ θα το ήθελα… ίσως και περισσότερο από μια δισκογραφική ενότητα που έτσι κι αλλιώς χρωστάμε… Ναι, το έχουμε συζητήσει πολλές φορές με τον Ανδρέου όλα αυτά τα χρόνια, και με τον Κοντόπουλο, και με τον Σιδηροκαστρίτη. Κι ο Πέππας δεν θα είχε αντίρρηση. Με τον Γιώργο έχουμε κάνει πλάνα, κάθε τόσο τα λέμε, αλλά είναι μάλλον δύσκολο, ιδιαίτερα τώρα με την κατάσταση που περνάμε, από την άλλη πλευρά είναι μήπως ευκαιρία;… ίσως, ποιος ξέρει…


Γιουσουρούμ: Το Chernobyl είναι κατά την γνώμη μας ένα αριστούργημα. Πως προέκυψε η ιδέα για το κομμάτι και πως έγιναν οι ηχογραφήσεις των μηνυμάτων του; Θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας κάποια άγνωστη ιστορία από το Chernobyl;

Γιώργος Κωνσταντίνος Κούκιος: Το ατύχημα συνέβη το 1986, του Λαζάρου, Σάββατο δηλαδή πριν την Μεγάλη Εβδομάδα. Την Μεγάλη Τρίτη -αν θυμάμαι καλά- άρχισαν να βγαίνουν κάποιες επίσημες ανακοινώσεις οι οποίες διέψευδαν τα επακόλουθα μιάς τέτοιας -όπως απεδείχθη- καταστροφής. Μιλούσαν για το ατύχημα, για τον τόπο κι επισήμαναν το «ανθρώπινο λάθος». Την Μεγάλη Τετάρτη άρχισε να διαρρέει η αλήθεια, η οποία ήταν τρομακτική, έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στον κόσμο ο οποίος άρχισε να συρρέει στα μαγαζιά για τρόφιμα και …χαρτιά τουαλέτας! Την Μεγάλη Πέμπτη, ανεβήκαμε με τον Μιχάλη, τον Νίκο και τον Βαγγέλη στον Λόφο του Στρέφη να παίξουμε μπάσκετ για να χαλαρώσουμε λιγάκι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό το απόγευμα: συννεφιά πηχτή, την έκοβες με το μαχαίρι, τριγύρω κανείς κι απέραντη σιωπή... Πένθος, μέγα πένθος… Παίξαμε πολύ λίγο με τα παιδιά μα δεν μας έκανε καρδιά να συνεχίσουμε… Κάτσαμε κάτω από την μπασκέτα να μιλήσουμε λίγο… Γυρνάω και λέω «είναι ιστορικές οι στιγμές που ζούμε, άθλιες μα ιστορικές… ξέρετε, έχω στο μυαλό μου κάτι, και ήδη έχω προχωρήσει από χθες που το σκέφτηκα. Θα κάτσω, να ηχογραφήσω την είδηση για το Τσερνομπύλ, και θα την περάσω να ακούγεται πάνω από έναν ύμνο εκκλησιαστικό που θα ψέλνει μια μόνο λέξη: Δύναμις»... Ήθελα να ηχογραφήσω την είδηση και… πήρα στο τηλέφωνο την υπηρεσία του ΟΤΕ, η οποία τότε έλεγε το Δελτίο Ειδήσεων μαγνητοφωνημένο κατ’ επανάληψη! Μου ήταν πιο εύκολο αυτό από το να περιμένω τις ειδήσεις στην τηλεόραση κλπ. 

Στη συνέχεια, κάθισα κι έγραψα τις γραμμές της χορωδίας, τα ισοκρατήματα, με αναφορές τόσο στην ορθόδοξη όσο και την καθολική μεσαιωνική εκκλησιαστική μουσική, με δυό ψάλτες να εναλλάσσονται αναπτύσσοντας το θέμα. Από ένα σημείο κι έπειτα, έδεσα όλο το υλικό με ένα drum machine και κιθάρες… Όταν έβαλα και το δελτίο ειδήσεων δεν ήθελα πιά να προσθέσω ο,τιδήποτε άλλο. Γράφτηκε ολόκληρο από τη νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης ως τα ξημερώματα της Μεγάλης Παρασκευής. Αυτό που θέλω να προσθέσω εδώ, είναι πως το Chernobyl μου έδωσε την ιδέα να φτιαχτεί μια σειρά από μουσικά κομμάτια βασισμένα σε ειδήσεις, ένα εκ των οποίων είναι το Tian'anmen, δεν έχει δισκογραφηθεί… Δεν μπορώ να ξεχάσω πόσο φωτίστηκε το πρόσωπο του Μιχάλη όταν άκουσε εκείνη την ηχογράφηση… Αυτή για μένα ήταν η μεγαλύτερη ανταμοιβή.


Γιουσουρούμ:Εάν σας ζητούσαμε να μας πείτε το TOP 10 της ελληνικής μουσικής ανεξαρτήτως είδους, χρονιάς, γλώσσας κλπ, ποιο θα ήταν αυτό;

Γιώργος Κωνσταντίνος Κούκιος: Δύσκολη απάντηση… Κι αφήνω απ’ έξω το ρεμπέτικο και την δημοτική παράδοση που είναι οδηγοί μου, όπως και κάθε μουσική παράδοση αλλά και κάθε μουσική εξερεύνηση σε παγκόσμιο επίπεδο… Επισημαίνω κάποιους (από τους πολλούς) πιο πάνω, των οποίων η δουλειά μου προκαλεί πάντα την προσοχή, μου αρέσει ή με κεντρίζει να μάθω κι άλλα. Σ’ αυτούς, έρχονται και προστίθενται νέοι ή κι εκ των παλαιοτέρων κάποιοι που δεν το βάζουν κάτω, τίμια κι εμπνευσμένα συνεχίζουν την μεγάλη και τόσο γοητευτική περιπέτεια της μουσικής δημιουργίας, ένα είδος μουσικής εξέγερσης χωρίς άναρθρες κραυγές και μπουρουμπουρου ακατάσχετο κι ύποπτο ίσως τελικά. Η πολλή καταγγελία βλάπτει τον στόχο -και τον στίχο- κουράζει, αποπροσανατολίζει. Όπως και τα πολλά εργαλεία και τα εφέ στην μουσική πλοκή, κι εκείνα τα τελείως άψυχα πλαστικά όργανα. Είπαμε: πινελιές! Όχι για χόρταση…

Όσοι έχουν φύγει για πάντα και είναι παρόντες μέσα από το έργο τους που έρχεται και μας θεραπεύει, μας καλμάρει, μας συνεπαίρνει -μικρό ή μεγάλο σε όγκο, δεν έχει σημασία- αποδεικνύουν αυτήν ακριβώς την αξία: την φλογίτσα που παλεύουμε να μείνει ζωντανή κι όρθια, στα σκοτάδια τα μολυσμένα, στις αισθήσεις που διασώσαμε δραματικά ταλαιπωρημένες από τις αναποδιές της ζωής και τις διαρκείς απώλειες αγαπημένων, καθώς προχωράμε από την μια άκρη ως την άλλη σε έναν κατεστραμμένο από τους βομβαρδισμούς ναό των Μουσών… Οπότε, ας έχουμε πάντα αυτό το προσκύνημα ως οδηγό, αλλά να έχουμε κι ανοιχτές τις Πύλες της σημερινής δημιουργίας, σε όλο το φάσμα του ορίζοντα, σε όλες τις γενιές, σε κάθε ρεύμα και πρόταση. Κάπου εκεί η Τέχνη ανασαίνει…

-------------------------------------------

H συζήτηση με τον Γιώργο Κωνσταντίνο Κούκιο συνεχίστηκε και όταν "'έκλεισε" το REC και ήταν στο συνολό της άκρως ενδιφέρουσα. Αποτελεί πραγματικά τιμή για το giousurum και σίγουρα δεν τελει΄σαμε έτσι απλά με την ιστορία των Morel.

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

Μια άκρως ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον Γιώργο Κωνσταντίνο Κούκιο των Morel

Η τελευταία χρονικά συνέντευξη/συζήτηση εδώ στo Γιουσουρούμ ήταν πρίν περίπου 4 1/2 χρόνια. Σήμερα έχουμε το πρώτο μέρος μιας πραγματικά ενδιαφέρουσας συζήτησης με τον Γιώργο Κωνσταντίνο Κούκιο των Morel. 
 
Οι Morel κατάφεραν μέσα σε λίγα χρόνια και κυκλοφόρησαν (κατά πολλούς) τον καλύτερο "Post New Wave" δίσκο με ελληνικό στίχο, να συμμετάσχουν στην Biennale της Bologna και να δούνε το δεύτερο άλμπουμ τους να διδάσκεται χως θέμα Σύγχρονης Μουσικής στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης. Όλα αυτά και άλλα τόσα που θα διαβάσετε θα σας κάνουν να αναζητήσετε τα πάντα για ένα συγκρότημα που για του νεώτερους ίσως παραμένει άγνωστο και μυστήριο. 
 
Στο πρώτο μέρος λοιπόν συζητάμε για την δημιουργία των Morel, για τον πρώτο τους δίσκο, μαθαίνουμε τι είπε ο Σιδηρόπουλος στον Κούκιο στο "Άλσος", τι είναι αυτό που έχει αλλάξει στην μουσική σκηνή της χώρας από τα μέσα της δεκαετίας του 80 μέχρι και σήμερα, για το άγχος και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι "εναλλακτικοί" μουσικοί εκείνης της εποχής  και άλλα πολλά ενδιαφέροντα. Ας αρχίσουμε λοιπόν..
---------------------------------------------------------------------------------------
  
Γιουσουρούμ: Για τους μη μυημένους το όνομα Morel ίσως να μην σημαίνει κάτι. Πως και γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο όνομα;

Γιώργος Κωνσταντίνος Κούκιος: Στο ένθετο βιβλιαράκι που συνοδεύει άρρηκτα τον 1ο δίσκο των Morel «10000 Μέρες από ‘δω», εξηγούσα την προέλευση του ονόματος που επέλεξα κι αποδεχθήκαμε συνολικά ως συγκρότημα, ως μουσική «κολεκτίβα» όπως μας άρεσε να λέμε με τον Μιχάλη.
 
Η γλωσσική ρίζα του ονόματος Morel έχει δυό κύριες προελεύσεις: Η πρώτη είναι Ομηρική και σημαίνει την ειμαρμένη, την άφευκτη μοίρα του θανάτου, ποιητική αδεία την όψη του νεκρού και πιο ακραία το χρώμα του. Η δεύτερη έννοια είναι ένα κράμα λατινικών και αραβικής που σημαίνει το μαύρο αράπικο άλογο. Συν την κατάληξη ελ (κύρια ρίζα του Ελληνισμού), μου δημιούργησε ευθύς εξ αρχής ένα είδος κρυπτογράφησης της δικής μου καταγωγής: Morel, είναι επίσης ο Μαυριτανός. Ο βορειαφρικανός των Εσπερίδων και ταυτόχρονα, ο ευρωπαίος (αποτελεί συχνό επώνυμο στη Γαλλία και την Ισπανία) που ζεί ή έλκει την καταγωγή του από εκεί.    
 
 
Γιουσουρούμ: Από την Αθήνα του 85 μέχρι την Αθήνα του 2020 έχει αλλάξει κάτι όσον αφορά στην δυνατότητα ενός ιδιαίτερου μουσικού ή συγκροτήματος να βρει το δρόμο και για ευκαιρίες και να ακουστεί το έργο του;

Γιώργος Κωνσταντίνος Κούκιος: Νομίζω πως δεν άλλαξαν και πολλά σε σχέση με την αποδοχή εκ μέρους των «παραδοσιακών» εταιρειών, των κυνηγών ταλέντων και των παραγωγών (αν υποθέσουμε πως υπάρχουν πράγματι τέτοιοι στην Ελλάδα) μιας και διαρκώς ανακυκλώνεται ένα μίγμα που λίγο ως πολύ κυκλοφορεί στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο, όσο και στις πίστες της νύχτας και των συναυλιών. Αυτό που άλλαξε κι έχει δώσει άλλες διεξόδους κι εναλλακτικές λύσεις είναι πέρα από την τεχνολογία, οι τρόποι και τα μηχανήματα ηχογράφησης. Ταυτόχρονα, τα μουσικά όργανα έχουν τεράστια γκάμα κι εξ ίσου μεγάλο φάσμα οικονομικής αξίας κι έτσι είναι πιο προσιτά από πριν. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι φανταστείτε έναν κόσμο -πριν από όχι και τόσα πολλά χρόνια- όπου έπρεπε να αποστηθίζεις, να σημειώνεις σε χαρτιά ή να ηχογραφείς σε αρχέγονα κασετοφωνάκια μια μελωδία, έναν σκοπό, ένα τραγούδι για να μην χαθεί, μην το ξεχάσεις, μέχρι να βρεις μουσικούς, στούντιο κλπ, δηλαδή σχεδόν αδύνατα πράγματα την δεκαετία του ’70, που όλοι νομίζουν σήμερα πως τρώγαμε με χρυσά κουτάλια, ρουφάγαμε φραπέδες κι αράζαμε ανακούρκουδα στα γκαζόν μιας απολαυστικής Αθήνας... 
 

Θα σας πως άλλη φορά για τις δυσκολίες ενός εφήβου επί χούντας ή στην αρχή της μεταπολίτευσης φερ’ ειπείν. Σε καμιά περίπτωση αυτό το μουσικό, πειραματικό μάλιστα υλικό, δεν μπορούσες να το παρουσιάσεις σε Εταιρεία -αν υποθέσουμε πως σου έκαναν τη χάρη να σε δεχτούν για ακρόαση κλπ-. Είχα πάει σε πολλές από αυτές, με υπευθύνους – Μαρκησίους που μπρος σε ένα βουνό κασετών τοποθετούσαν μετά την ακρόαση, με μεγάλο κόπο και βαριεστημάρα το πόνημά σου, σε μια από τις κορυφές εκείνων των οροσειρών τα «αζήτητα όρη»… Πόσα αριστουργήματα να πήγαν άραγε χαμένα; Κάπως έτσι συνεχίστηκε το βιολί αυτό του κοτζάμπαση των ερτζιανών και της δισκογραφίας κι ως τα τώρα καλά κρατεί ε! Θέλω να πω, υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα εκατοντάδες μουσικά σχήματα και καλλιτέχνες, κι όχι μονάχα ροκ σε κάθε της κλαδί κι απόχρωση, αλλά και παραδοσιακοί, πειραματικοί της παράδοσης, διαπολιτισμικοί μουσικοί… Τους ακούτε ή τους βλέπετε εκεί; …Μόνο που τώρα, οι νέοι αλλά κι όσοι εκ των παλαιοτέρων αντέχουν και γουστάρουν, έχουν τον διάολο μέσα τους: το διαδίκτυο! Και βεβαίως τα μύρια τόσα εργαλεία ηχογράφησης. Πρόκειται περί μιας νέας «εκδίκησης της γυφτιάς».


Γιουσουρούμ: Όταν κάποιος σας ρωτάει για τους Morel τι είναι το πρώτο που έρχεται στο μυαλό και στην καρδιά;

Γιώργος Κωνσταντίνος Κούκιος: Μια ολόκληρη χρονική περίοδος γεμάτη δημιουργικότητα, τεράστιες δυσκολίες κι αναπάντεχες χαρές που ξαναβάζανε μπροστά με επιμονή, με χιούμορ, με μελαγχολία, με ερωτική διάθεση, με την φιλία, την μηχανή της ζωής: Την ελπίδα! …με μια λέξη…  Την ελπίδα για την κατανόηση και την αποδοχή αλλά και την διδαχή μιάς άλλης λέξης με πολύ μεγαλύτερο νόημα, που κινεί κατά τη γνώμη μου όλη τη ρόδα της ανθρώπινης διαδρομής: την Απώλεια. 
 

Γιουσουρούμ: Οι Morel όταν δημιουργήθηκαν είχαν στην σύνθεσή τους μουσικούς που είχαν ήδη μια παρουσία στα μουσικά πεπραγμένα της εποχής και ίσως από λίγο διαφορετικά ακούσματα εάν δεν κάνουμε λάθος. Τι ήταν αυτό που σας έφερε κοντά;

Γιώργος Κωνσταντίνος Κούκιος: Ο Βερναρδάκης, ο Πέππας κι ο Σιδηροκαστρίτης μόλις έβγαιναν από την λυκειακή εμπειρία με σχήματα jazz, jazz-rock ή πιο καθαρόαιμα rock. Ο Σιδηροκαστρίτης είχε μελετήσει πολύ τους γίγαντες της Jazz, τον Elvin Jones για παράδειγμα στον οποίο οφείλει κατά τη γνώμη μου σε μεγάλο βαθμό το δυναμικό παίξιμο εκείνης της εποχής. Ο Νίκος όμως δεν ήταν μονάχα αυτό, παρότι νεότατος τότε είχε μια τεράστια γκάμα ακουσμάτων και μελέτης κλασικής παιδείας,  και ταυτόχρονα είχε βιώματα κι ακούσματα από την ελληνική κι ανατολική παραδοσιακή μουσική. Δοκίμαζε όλα αυτά μαζί με τον Μιχάλη, ή με μεγαλύτερο σχήμα,  όλοι μαζί στο Συν Ένα (το μπαρ, όχι το Στούντιο, αυτό έγινε αργότερα) όπου με τον Σπύρο Χατζηνικολάου δοκιμάζαμε διάφορα μίγματα ήχων, ερμηνευτών κλπ. Ο Νίκος κι ο Μιχάλης όμως, οι δυό τους αποκλειστικά, είχαν παράλληλα με όλα όσα συμμετείχαν, το δικό τους ντουέτο κι επιτρέψτε μου εδώ να υπογραμμίσω πως δεν έχω ακούσει και πολλούς μουσικούς να παίζουν έτσι, σ’ όλη μου τη ζωή. Κι έχω ακούσει αρκετά. Σ’ αυτόν τον πυρήνα, έπαιζε κι ο Βαγγέλης που ήταν ακόμα περισσότερο εγκεφαλικός, εσωτερικός στην μουσική του σπουδή κι εμπειρία. Να κάνω μια παρένθεση εδώ και να θυμίσω πως και οι τρεις τους είχαν περγαμηνές κλασσικών σπουδών μουσικής, πέρα από το πανεπιστήμιο όπου φοιτούσαν: Ο Μιχάλης στη Νομική, ο Βαγγέλης στο Πολυτεχνείο. Ο Βαγγέλης -θα τον ονόμαζα ως ο Έλληνας Jaco Pastorius, πέρα από την αριστουργηματική του ερμηνεία και ικανότητα στο Μπάσο (κάθε μορφής), έπαιζε και πολύ καλή κιθάρα. Κι έγραφε και μελωδίες, με βαθιά συναισθηματική αξία. Με τον Βαγγέλη παίζοντας, έφευγε κανείς, γινόμασταν λωτοφάγοι… 
 
Τώρα, για τον Μιχάλη τί να πώ; Η προσέγγιση που είχαμε ήταν πολύ στενά συντροφική και φιλική, από ένα σημείο και μετά δεν μιλούσαμε, εργαζόμασταν παίζοντας κι αυτό ήταν ένα Θείο δώρο, για όσα χρόνια το απολαύσαμε, ως φίλοι, ως αδέρφια. Ο Μιχάλης είχε την διαύγεια και το ταλέντο να διακρίνει αμέσως την ουσία μιας σύνθεσης, να πλέξει εκεί την δική του υπόθεση, να εκλεπτύνει δίχως να καταστρέψει ή πολύ περισσότερο να τον απασχολεί να επιβληθεί. Κι από πλευράς δεξιοτεχνίας κι ερμηνεία, είναι κρίμα μεγάλο που δεν πρόλαβε να αφήσει έργο παρά μόνο σπαράγματα…  Ο Μιχάλης είχε ήδη αρχίσει από την εφηβεία του να εμβαθύνει στη νεότερη jazz σκηνή, αυτήν της ecm αλλά και ιδιαίτερα στον Mc Laughlin που αγαπούσε ιδιαίτερα, γνωρίζοντας βέβαια όλη την πορεία της jazz όπως και της κλασικής, της ροκ ή της παραδοσιακής μουσικής. Είχε επίσης μεγάλη σπουδή στους Aria την εποχή του Stratos, κι από τους σύγχρονους τους Residents που εκτιμούσε ιδιαίτερα. Με τον Μιχάλη, σε όλες αυτές τις αναζητήσεις, τις ατέλειωτες ακροάσεις, τις δοκιμές κλπ, ζήσαμε υπέροχες εμπειρίες. Όλα αυτά, ήρθαν ως φυσική συνέχεια της δικής μου πορείας, έχω γράψει και μιλήσει αρκετές φορές γι’ αυτά κι εδώ θα σημειώσω μόνο την συμπόρευση με τον Χατζηνικολάου ως βαθιά σπουδή και συνδημιουργία που προηγήθηκε των Μορέλ. Παράλληλα βέβαια, την ίδια ακριβώς εποχή με τους Μορέλ, υπήρχε πάντα η ενασχόλησή μου με την παραδοσιακή μουσική και το ρεμπέτικο αλλά και το λεγόμενο «έντεχνο», με αποκορύφωμα το μαγαζί που είχαμε φτιάξει με τον Βαγγέλη Κορακάκη στην Καισαριανή -το «Μακάμι»- και την δική μας μελέτη και προσέγγιση σε όλον αυτό τον θησαυρό που είναι το αυθεντικό λαϊκό και κοσμικό ελληνικό τραγούδι. Γι’ αυτά, μια άλλη φορά ίσως να τα πούμε.


Γιουσουρούμ
: Ο πρώτος δίσκος σας "10.000 Μέρες από 'δώ" είχε χαρακτηριστεί από πολλούς ως ο καλύτερος "Post New Wave" με ελληνικό στίχο. Αυτό αποτέλεσε στοιχείο δυναμικής ή τροχοπέδη με οιονδήποτε τρόπο στην μουσική σας εξέλιξη και πορεία;

Γιώργος Κωνσταντίνος Κούκιος: Αυτά τα λένε και τα γράφουν εκείνοι που θεωρούν πως πρέπει με κάθε τρόπο να κατατάξουν κάποιο έργο. Το Ostinato Rigore για παράδειγμα, τί σχέση έχει με το new wave; έχει ίσως μια συγγένεια με τους Felt, αλλά είναι μια ευθεία αναφορά στον Σταύρο Ξαρχάκο. Όπως κι οι Μακρινές Γραμμές στον Οδυσσέα Ελύτη. Κάθε κομμάτι έχει τουλάχιστον 1-2 κλειδιά προσέγγισης και μια τουλάχιστον ιστορία κρυμμένη ανάμεσα σε κείνη που αφηγείται ο στίχος… Το Δίπλα σε Πέταγμα Πουλιών ή Στη Σιωπή Γυαλί, ναι, είναι κατευθείαν αναφορές σ’ αυτήν την σύγχρονη τότε- μαυροντυμένη συνήθως εξέγερση των νέων καλλιτεχνών και των φίλων ή των ακροατών τους κλπ. Τροχοπέδη όμως όχι, δεν στάθηκε σε καμιά περίπτωση. Δεν σταμάτησα να γράφω, να δημιουργώ με διάφορους τρόπους. Η μουσική και το τραγούδι είναι μια έκφραση για μένα, σημαντικότατη όχι όμως και η μοναδική. Ευτυχώς! Αυτό που συνέβη είναι πως παρά τις εξαιρετικές κριτικές και την αποδοχή του κόσμου, τα μεγάλα (ελάχιστα τότε) μαγαζιά που κάνανε θεματικές συναυλίες είχαν πρόβλημα να μας εντάξουν στο πρόγραμμά τους. Μάλλον αυτοί χάσανε… Και χάσαμε κι εμείς, αφού ήταν αδύνατο είτε από τους δίσκους μας είτε από τις μικρού βεληνεκούς εμφανίσεις μας να πληρωθούν οι μουσικοί του γκρουπ, οι τεχνικοί, φωτογράφοι κλπ. Και για μένα, ήταν αδύνατο να καλύψω τα έξοδα εσαεί… Ελάχιστοι κατάφεραν, με αίμα και τεράστιο κόπο αυτό το πράγμα, δηλαδή να δημιουργούν αυτό που ήθελαν και να ζουν -επαναλαμβάνω, με πολλές δυσκολίες- από αυτό που επέλεξαν να είναι η ζωή τους. Και είναι άξιοι σεβασμού.

Γιουσουρούμ: Αλήθεια γιατί δυο χρόνια ηχογραφήσεων για έναν δίσκο;

Γιώργος Κωνσταντίνος Κούκιος: Γιατί όλοι οι συμμετέχοντες είχαν πολλές ασχολίες για να αφιερωθούν αποκλειστικά στην δισκογράφηση. Κι εμένα μου ήταν αδύνατο κάτι τέτοιο. Τα παιδιά σπουδάζανε όπως είπα και παράλληλα είχαν αρχίσει να δισκογραφούν. Έπρεπε να βγάλουν το ψωμί τους -πράγμα καθόλου εύκολο για την εποχή- κι εγώ το δικό μου, εργαζόμουν ήδη ως υπάλληλος. Την μουσική, αν θέλεις να την υπηρετήσεις στην Ελλάδα πρέπει να κάνεις τεράστιες θυσίες. Η θυσία τους, ήταν οι ελάχιστες ελεύθερες ώρες τους που τις αφιέρωσαν σταλιά-σταλιά στους δίσκους μας, ιδιαίτερα στον πρώτο. Και τους ευγνωμονώ. Βέβαια, είχε μια επιπρόσθετη δυσκολία αυτό, για παράδειγμα όταν ξεκινήσαμε δεν υπήρχε η τεχνολογία που είχαμε στη διάθεσή μας δυό χρόνια μετά. Τα πράγματα βλέπετε κάλπαζαν γοργά. Κι εμείς δοκιμάζαμε καινούργια πράγματα κάθε τόσο. Θα ήθελα κάποτε να μπορούσα να ξανακούσω τις πολυκάναλες μπομπίνες, πρέπει να γίνεται χαμός από ηχογραφήσεις, ξανά και ξανά. Ο Σπύρος Χατζηνικολάου κουράστηκε πολύ για να μιξάρουμε και να φτάσουμε στο master tape, στις μήτρες. Νομίζω όμως πως το τελικό αποτέλεσμα είναι τίμιο κι αποδίδει τις αρχικές προθέσεις και προσδοκίες. 


Γιουσουρούμ
: Έχοντας τότε παίξει σε όλα τα στέκια και με όλα τα γνωστά ονόματα της εποχής τι είναι αυτό που θυμάστε περισσότερο από τότε;

Γιώργος Κωνσταντίνος Κούκιος: Τον Παύλο Σιδηρόπουλο. Ένα βράδυ -το τελευταίο που μιλήσαμε- στο «Άλσος» στο φουαγιέ, οι δυό μας. Λίγες μέρες πριν παίξουμε εμείς. Είχα πάει να τον ακούσω και να δω πάλι τον χώρο που ήξερα από παιδί, μέναμε εκεί απέναντι όταν εγκατασταθήκαμε στην Ελλάδα. Του λέω σε μια στιγμή «Παύλο, ως πού θα πάει όλο αυτό…» και μου απάντησε «τώρα είναι πολύ αργά, ας προσέξουν άλλοι, να μείνουν μακριά…». Σπουδαίος ερμηνευτής, συγκλονιστικός.

Μου έχει εντυπωθεί επίσης το άγχος για την τελική ποιότητα του ήχου, σπάνια όπως θα θέλαμε, όχι μονάχα εμείς αλλά και οι τεχνικοί. Ήταν μεγάλο μανίκι ο ήχος τότε, χωρίς ηλεκτρονικούς αυτοματισμούς και ψηφιακές κονσόλες με μνήμες κλπ. Τα προλάβαμε στην αρχή τους -στο δικό μας τέλος-. Για να παίξουν 2-3 συγκροτήματα επί της ίδιας σκηνής, διαδοχικά, ο κύριος όγκος του ήχου προσαρμοζόταν στο «γνωστό γκρουπ» της βραδιάς και οι άλλοι (τα ξεχωριστά κανάλια για κάθε όργανο, κάθε συγκροτήματος κλπ) σημειωνόντουσαν χονδρικά σε κομμάτια κολλητικής ταινίας σε κάθε ποτενσιόμετρο, σε κάθε εφέ (αν υπήρχε τέτοιο) κλπ. Χάος! Καμιά φορά λειτουργούσαν όλα αυτά χάρι στις φιλότιμες κι υπεράνθρωπες προσπάθειες των τεχνικών κι άλλες μας γράφανε κανονικά… Παρ’ όλ’ αυτά, ηχογραφούσα πάντα σχεδόν το σύνολο της κάθε συναυλίας, κι υπάρχουν κάποιες στιγμές εκπληκτικές σ’ αυτήν τη ζούγκλα…
 
Γιουσουρούμ: Υπήρχε τότε αυτό που πολλοί πιστεύουμε και ονομάζουμε ως Ελληνική Ανεξάρτητη σκηνή;

Γιώργος Κωνσταντίνος Κούκιος: Φυσικά και υπήρχε και υπάρχει κι ενυπάρχει. Υπάρχει Ανεξάρτητη Σκηνή στην εξαρτημένη κι Εξαρτημένη στην ανεξάρτητη κι ούτω καθεξής. Ως τάση όμως και αρχικό όραμα, και κυρίως ως πραγματικότητα και τρόπο ζωής και δημιουργίας, υπάρχει -αλλά δεν είναι αυταπόδεικτο- σε προσωπικό επίπεδο. Κάποιοι δημιουργοί -αυτούς που κάποιοι τους κατηγορούν ως «κατεστημένο», όποια κι αν είναι η επιλογή τους κι η στέγη τους- πάλεψαν πάρα πολύ στη ζωή τους ή ήταν πραγματικά μεγάλοι και το έργο τους αποδεικνύεται τεράστιο κι έτσι ουσιαστικά κράτησαν το τιμόνι οι ίδιοι και πρόσφεραν θησαυρούς στον κόσμο. Και το αντίθετο. Το παράδοξο που παλεύει να αναδείξει ο Camus υπάρχει παντού, γιατί αυτή είναι η ζωή, αυτή είναι η ανθρώπινη συμπεριφορά.
 
Ο Χατζιδάκις για παράδειγμα, ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος, ο Μαρκόπουλος, ο Πλέσσας, ο Σπανός, ο Χατζηνάσιος, ο Μούτσης, ο Κηλαηδόνης, ο Λοϊζος κι ο Σαββόπουλος, ο Μικρούτσικος αργότερα κλπ. Η Φαραντούρη, η Μοσχολιού, η Νίνου, η Μπέλλου, η Γεωργακοπούλου κ.α. Οι Socrates, οι Poll, ο Πουλικάκος, η Σπυριδούλα, ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο Πανούσης, ο Δρόλαπας, ο Παπαντίνας, οι Τρύπες, τα Σπαθιά, ο Παυλίδης, ο Αγγελάκας, ο Γιώργος Δημητριάδης, η Μόνικα, η Λένα Πλάτωνος, η Σαβίνα Γιαννάτου, ο Γιώργος Μακρής, η Κρίστι Στασινοπούλου, οι Naxatras, οι Dead Ends, οι Last Drive, οι Vodka Juniors, οι Earthbound στην δική τους πορεία. Η Κωχ, ο Ξυλούρης, ο Μαμαγκάκης, ο Γκαϊφύλλιας, ο Ξυδάκης, ο Παπάζογλου, ο Ρασούλης, ο Μάλαμας, ο Μαμαγκάκης, η Ελευθερία, η Τσαλιγοπούλου, η Γλυκερία, η Τσανακλίδου, η Κορίνα Λεγάκη, ο Ανδρέου, o Περίδης, οι Χαϊνηδες, ο Χαρούλης, ο Πορτοκάλογλου, ο Σπάθας, ο Ρακόπουλος κι άλλοι ευτυχώς πολλοί. Όλοι αυτοί είχαν μεν συμβόλαια ή απλά ηχογράφησαν με μια εταιρεία, αλλά φέραν το σκάφος τους λίγο ως πολύ στην δική τους ευκταία πορεία, με μεγάλο κόστος, με πολλή δουλειά.
 
Υπάρχει κι ένα πολύ ωραίο βιβλίο, του Μάτσα που καταρρίπτει πολλούς μύθους νομίζω. Όπως και του Ζαμπέτα, αριστούργημα! Κάθε άλλο παρά «εξαρτημένη σκηνή» λοιπόν, η σκηνή που ανέδειξε τον Τούντα, τον Μάρκο, τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου, τον Χατζηχρήστο, τον Ζαμπέτα, τον Χιώτη, τον Μπιθικώτση, τον Καζαντζίδη ή τον Νταλάρα, τον Νικολόπουλο, τον Πάνου, τον Κοντογιάννη, τον Μάγκα, τον Κορακάκη. Την Παπαγιαννοπούλου, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Ελευθερίου, τον Σαμαρτζή, τον Σκούρτη, τον Χριστοδούλου, τον Γκούφα, τον Γκάτσο και τόσους στιχουργούς, αληθινούς ποιητές και τεχνίτες της πλοκής ενός μικρού διαμαντιού που να τραγουδιέται. Εκτός και κάποιος με πείσει πως αυτοί τα βρήκαν όλα ρόδινα και δεν κάνανε τίποτε άλλο παρά να υποκύπτουν. Συμβιβασμοί γίνονται πάντα στη ζωή, κι από όλους ανεξαιρέτως, όπως και μάχες δίνονται, ασταμάτητα και πολύ μεγάλες μάλιστα, ανεξάρτητα από ταμπέλες και προθέσεις. Η ελευθερία και η ανεξαρτησία βρίσκονται μέσα στην Κοινωνία κι όχι έξω από αυτήν, είναι το έπαθλο κι έχει μόχθο και κόστος. Αλήθεια και ψέμα, υπερβολή και σύνεση υπάρχει παντού, είναι προσωπικό το θέμα, το πως θα εξελιχθείς και τί αποτύπωμα θα αφήσεις, πέρα από τις αρχικές προθέσεις. Η μουσική είναι το αίμα της ψυχής και τρέχει εδώ κι εκεί χωρίς σύνορα, σαν σε συγκοινωνούντα δοχεία. Το ίδιο οι γνώσεις κι οι ιδέες, το ίδιο όμως και το μίσος κι οι μολύνσεις…


Γιουσουρούμ: Τώρα πιστεύετε ότι υπάρχει αντίστοιχη σκηνή;

Γιώργος Κωνσταντίνος Κούκιος: Έτσι κι αλλιώς το εταιρικό τοπίο είναι τελείως διαφορετικό από τότε και ίσως και να μην χρειάζεται καν. Όσοι υπολογίζουν σε ανακατατάξεις, εννοούν μια επανάληψη με απλό ανακάτωμα της τράπουλας και νέους παίκτες της ίδιας παλιάς κοπής. Είναι μύωπες, τουλάχιστον... Σαν την Βουλή των Νέων, που βλέπεις έναν/μια έφηβο να αγορεύουν, να έχουν πλήρη ελευθερία υποτίθεται να πουν και να ξετυλίξουν μια φρέσκια ιδέα, μια ουσιαστική εναλλακτική λύση, και βρίσκεσαι μπροστά στον κλώνο του παλιού αν όχι του παμπάλαιου…. Υπάρχει όμως τώρα ευτυχώς, πολύς νέος κόσμος που τα προσπερνά όλα αυτά, διότι το διαδίκτυο είναι ένας τεράστιος αγωγός που συνδέει καλλιτέχνες κι ακροατές παγκόσμια. Και ταυτόχρονα, είναι κερδοφόρο για τον δημιουργό. Βεβαίως, ως αγωγός, μεταφέρει και πολλά σκουπίδια, καιρός όμως να ωριμάσουμε και να αποκτήσουμε αυτό που ακούγεται πολύ τελευταία -και συμφωνώ με αυτό όταν επιλέγουμε: Προσωπική ευθύνη, στην επιλογή πρώτ’ απ’ όλα και στην διάχυση στη συνέχεια. Ευθυκρισία κι επίγνωση λοιπόν. Το πρόβλημα που προκύπτει από την εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών, είναι η ασυδοσία που επέφερε η ψηφιοποίηση και η ευκολία αντιγραφής, δανεισμού, μεταπώλησης κλπ, των ψηφιοποιημένων έργων. Αυτό ήταν και παραμένει άδικο, αν όχι εγκληματικό για τους δημιουργούς. Η επιστροφή στο Βινύλιο, στο Ραδιόφωνο κλπ, είναι μια σπουδαία απόφαση, σε παράλληλη χρήση μιας πιο συνετής χρήσης της ψηφιακής τεχνολογίας αναπαραγωγής. Όταν χάνεις τον δρόμο, δεν είναι κακό να κάνεις δυό βήματα πίσω, να ξαναπιάσεις το μονοπάτι απ’ το σημείο που έχασες το βήμα…

------------------------------------------------------------------------

Στο δεύτερο μέρος, που θα ακολουθήσει σε λίγες ημέρες, συζητάμε για το Chernobyl, για την Biennale της Bologna , για τον δεύτερο δίσκο τους με τίτλο Βουβά Τοπία, για το τρίτο τους άλμπουμ που δεν κυκλοφόρησε ποτέ και άλλα πολλά. Μέχρι τότε ας (ξανα)ακούσουμε το «10000 Μέρες από ‘δω».
 

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

Τo soundtrack του καλοκαιριού Track V: Epirus Quartet - Sounds From

Aν και τελειώνει (και) ο Οκτώβρης, εμείς συνεχίζουμε να ακούμε (μεταξύ άλλων και) το soundtrack του περασμένου καλοκαιριού. Σήμερα λοιπόν μιλάμε για το πέμπτο και τελευταίο κομμάτι του miniLP που σηματοδότησε το δικό μας soundtrack του καλοκαιριού του 2020.

Μετά τους Common Sense, τους Illusion Fades, τη Λευκή Συμφωνία και την Yodashe, το τελευταίο αυλάκι του βινιλίου μας χαρίζει μουσική από την μπλε περιοχή. Jazz λοιπόν από ένα συγκρότημα με το καταπληκτικό όνομα Epirus Quartet αν αναλογιστούμε ότι η έδρα του ειναι το Austin του Τέξας και ότι στην συνθεσή του υπάρχει μόνο ένας Ελληνικής καταγωγής μουσικός o Nikolas Bouklas και το σαξόφωνό του. 

Οι Epirus Quartet είχαν κυκλοφορήσει μέχρι λίγο πριν το τέλος του καλοκαιριού το άλμπουμ Transatlantic το 2014 που ίσως οι jazzmaniacs της χώρας και όχι μόνο να έτυχε να ακούσουν. Και ξαφνικά το Σάββατο 29 Αυγούστου η Fairweather Friends Records σε συνεργασία με το πολύ γνωστό δισκάδικο της συνπρωτέυουσας "Λωτός" κυκλοφόρησε στο πλαίσιο της Record Store Day 2020, το EP των Epirus Quartet με τίτλο “Inverse“ σε μια ιδιαίτερα περιορισμένη έκδοση 132 αντιτύπων.

Το “Inverse” ηχογραφήθηκε ζωντανά στο στούντιο και τους Epirus Quartet στην ηχογράφηση αυτή αποτελούσαν (εκτός του Nikolas Bouklas) οι Michael Patrick St.Clair, Sam Pankey, και Jeffrey Olson. Το “Inverse” έχει εναν ιδιαίτερο και πιο "ελεύθερο" ήχο σε σχέση με το Transatlantic ενώ σημαίνουσα θέση στα ηχοτοπία του EP κατέχουν οι αναφορές στις παραδοσιακές ηπεριώτικες φόρμες και τα ψυχεδελικά και “spiritual” στοιχεία. 

Από αυτό το EP εμείς ξεχωρίσαμε όχι το δυναμικό και τραχύ Blues in F αλλά την μουσική συνέχεια του Epirus' Clave από το Transatlantic. Το Sounds From. Ένας ελεύθερος μουσικός διάλογος των Epirus Quartet με την γη της Ηπείρου όπου το σαξόφωνο αναζητά τις πνοές του κλαρίνου πάνω τα Τζουμέρκα. Το ιδανικό χαλάρωμα στο τέλος μια καλοκαιρινής νύχτας εν μέσω της τρέλας της πανδημίας. 

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

Τo soundtrack του καλοκαιριού Track IV: Λευκή Συμφωνία - Black Twilight

Δεν είναι η πρώτη φορά που η Λευκή Συμφωνία κινείται σε Αγγλόφωνους ρυθμούς. Η μπάντα το έχει ξανακάνει στην δεκαετία του 90 όταν είχε μετοικήσει στο Βερολίνο για περίπου τρία χρόνια δίνοντας μια σειρά συναυλιών ως Timedrops και ηχογραφόντας (στο "Rollin Rock Studio") έντεκα κομμάτια. Όμως η αλήθεια είναι ότι η Λευκή Συμφωνία αγαπήθηκε για τα Ελληνόφωνα κομμάτια τη με την ιδιαίτερη μουσική και τους δυνατούς στοίχους τους, ενώ δεν πρέπει να λησμονούμε ότι το video clip τους για το "Κοιτάζοντας Πίσω" ήταν το πρώτο Ελληνικό κλιπ που παίχτηκε στο "MTV". 

Το 2000 όταν καιξαφνικά η Λευκή Συμφωνία διαλύεται. Με αυτά και αυτά πέρασαν 17 χρόνια σιωπής, μακριά από συναυλίες, ηχογραφήσεις αλλά ποτέ χωρίς τα μέλη της να επικοινωνούν. Και πάλι έτσι ξαφνικά το 2017 ανακοινώνουν μια και μοναδική συναυλία (Σάββατο 9 ∆εκεμβρίου) στο Piraeus 117 Academy. Από τότε δεν άφησαν ξανά μικρόφωνα και όργανα. 

Φέτος εκτός από την κυκλοφορία του ολοκληρωμένου άλμπουμ τους με τίτλο "Σαν Τον Ήλιο" μας δώρισαν και το "Black Twilight" μόνο και μόνο για να μας θυμήσουν ότι οι παλιοί είναι αλλιώς, ότι δεν γερνάνε και ότι απλά οριμάζουν μουσικά και πάνε βήματα παραπέρα. 

Το "Black Twilight", ένα από τα καλύτερα κομμάτια της μπάντας, κυκλοφόρησε στις 21 Αυγούστου ώς digital single σε στοίχους και μουσική του Θοδωρή Δημητρίου μαζί με ένα video clip αντάξιο της dark wave ιστορίας της Λευκής Συμφωνίας. Περιμένοντας και εκλπιζονας ότι το "Black Twilight" θα κυκλοφορήσει και σε φυσική μορφή (μια είναι η φυσική μορφή), διαβάζουμε τα θετικά σχόλια που αποσπά από τον εγχώριο και διενή μουσικό τύπο και ακούμε στην διαπασών "Black Twilight.

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020

Τo soundtrack του καλοκαιριού Track III: ΤHE ILLUSION FADES – Dead and Buried

Το τρίτο κομμάτι του soundtrack του καλοκαιριού 2020 έρχεται με φόρα από την άνοιξη!!! Λίγο πριν την επιβολή του lockdown στη χώρα το συγκρότημα του Γιώργου Δέδε επανήλθε 6 χρόνια μετά την τελευταία τους κυκλοφορία. Ήταν το βράδυ 6 Μαρτίου όταν μέσα από το επίσημο κανάλι των ΤHE ILLUSION FADES στο youtube είδαμε (επιτέλους) το βίντεο του  Dead and Buried.  Το δημοφιλέστερο Ελληνικό gothic συγκρότημα γιορτάζει φέτος 30 χρόνια αδιάληπτης παρουσίας στα μουσικά δρώμενα της χώρας. 

Το Dead and Buried μοιάζει για το ιδανικό soundtrack ενός δυναμικού αλλά ταυτόχρονα ατμοσφαιρικού road trip που αναμφίβολα καταλήγει εκεί που ο καθένας μας έχει επιλέξει για προσωπικό καταφύγιο. Κιθάρες και τύμπανα εκεί που μας έχουν συνηθίσει και τα φωνητικά ακόμη πιο οικεία παρέα με το sitar του guest Bill Hunchback. Τρυφερό μα και συνάμα εσωτερικό ξέσπασμα ενός ανθρώπου που δείχνει να αναζητά, να φλέγεται αλλά και να σημαδεύεται χωρίς να φοβάται (??) από τις αναμνήσεις του έρωτα σήμερα και για πάντα.

Βγήκε άνοιξη αλλά σημάδεψε πολλές φορές τις καλοκαιρινές μας αποδράσεις. Καλή σας και μας ακρόαση.  

 

ΤHE ILLUSION FADES – Dead and Buried (2020) 

Recorded at Artracks Recording Studios . Produced and mixed by George Priniotakis 

(Special guest: Bill Hunchback - Sitar) 

Music&Lyrics: George Dedes 

• George Dedes - vocals 

• Manos Vichos - guitars 

• Andreas Zeis - bass 

• Aggelos Marinakis - drums 

• Ioannis Vlazakis - keyboards

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2020

Τo soundtrack του καλοκαιριού Track II: Common Sense - Grotesque (Last Chance Remix by Dimitris Papaspyropoulos)

Το δεύτερο κομμάτι έρχεται από μια εξίσου αγαπημένη μπάντα η οποία κατά την γνώμη μας έχει κυκλοφορήσει ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της αγγλόφωνης ελληνικής σκηνής. Μιλάμε για τους Common Sense και εκείνο το άλμπουμ που στοιχειώνει τον τρόπο που ακούμε Αγγγλόφωνα κομμάτια από Ελληνικές και όχι μόνο μπάντες.  Tο απλά υπέρχο Sun Comes Up από το μακρινό 1995. 

Και ενώ περιμένουμε από τότε την επόμενη ολοκληρωμένη τους δουλειά (φυσικά έχει μεσολαβήσει το minialbum Time Stood Still to 2009) σκάει σαν κρυμμένη μουσική βόμβα το Last Chance Remix του Dimitris Papaspyropoulos στο ακαταμάχητο Grotesque από εκείνο το καταραμένα αγαπημένο 7'' που πρωτοκυκλοφόρησε το 1993. Από τότε στους Common Sense έχουν αλλάξει πολλά και πολλοί.  Στη θέση της Τατιάνας Σταυρουλάκη έχει έρθει η Maiken Marlen Sundby ως άλλο ξωτικό σέ ένα σύμπαν που ο ήλιος δεν έχει φτάσει ακόμη στο υψηλότερο σημείο του και προς το παρόν αρνείται (??) να δύσει. Ο Δημήτρης Παπασπυρόπουλος πήρε στα χέρια του το κομμάτι όταν οι Common Sense είχαν τελειώσει επιτέλους με την νέα του εκτέλεση και παρέδωσε στην μπάντα την δική του μουσική εκδοχή του Grotesque τον περασμένο Μαίο (Mixed and Mastered by George Priniotakis).  Σε εμάς έφτασε επίσημα την τελευταία ημέρα του καλοκαιριού μέ ένα βίντεο που έδρασε ως καλοκαιρινή μπόρα και καταιγίδα μαζί. Κάνοντας για ακόμη μια φορά την αναμονή για την δέυτερη ολοκληρωμένη δουλειά των Common Sense μαρτύριο και ευλογία ταυτόχρονα. Mέχρι τότε ακολουθήστε την The Sound of Everything και τους Common Sense ακούστε το Last Chance Remix του Dimitris Papaspyropoulos στο Grotesque και εαν ξέρετε τύμπανα επκοινωνήστε με το συγκρότημα για τις απαραίτητες συστάσεις μιας και πριν από μερικές ώρες ανακοίνωσαν ότι αναζητούν drummer για τα live.

more on common sense 

@http://giusurum.blogspot.com/2008/12/common-sense-indie.html


Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

Τo soundtrack του καλοκαιριού Track I : Yodashe - "Τake Time"

Aναμφίβολα tο καλοκαίρι που μόλις πέρασε, θα μείνει χαραγμένο στην ατομική αλλά και στην συλλογική μας μνήμη. Το κύριο θέμα συζήτησης ήταν η πανδημία χωρίς φυσικά να λείπουν οι ώρες συζητήσεων και οι χιλιάδες γραμμές κειμένων (σύντομων ή μη) αφιερωμένων σε προσωπικές στιγμές και στην κάθε είδους έκφανση της τέχνης και του πολιτισμού (ότι και να θωρούμε ως τέτοια). 

Μέσα σε όλα αυτά, για ακόμη μια φορά όλοι μας αναζητήσαμε και δημιουργήσαμε (?) ένα soundtrack για να ντύσει με ηχοτοπία τις προσωπικές στιγμές (με ότι και να σημαίνει αυτό για τον καθένα μας) του δύσκολου και συνάμα περίεργου αυτού καλοκαιριού. Κάπως έτσι προέκυψε και εδώ στα μέρη του γιουσουρούμ τούτο το (ας το χαρακτηρίσουμε) miniLP, αποτελούμενο από πέντε κομμάτια της ανεξάρτητης και κυρίως αγγλόφωνης μουσικής σκηνής (αν πούμε ότι υφίσταται κάτι τέτοιο) της χώρας. Tο soundtrack αυτό, ήταν μια από τις αφορμές για να επιστρέψουμε στις αναρτήσεις εδώ στο στο blog και να ακούσουμε σήμερα το πρώτο από τα πέντε του κομμάτια.

Πρόκειται για το νέο κομμάτι της Yodashe με τίτλο "Τake Time" που κυκλοφόρησε ηλεκτρονικά λίγο πριν το τέλος του Αυγούστου. Την Yodashe την πρωτογνωρίσαμε ως μέλος και φωνή των πατρινών Flakes. Ήταν λίγο πριν την κυκλοφορία του πρώτου και μοναδικού τους άλμπουμ με τίτλο Lick Your Fingers If You Like It, από την Inner Ear, όταν έφτασε στα χέρια μας το demo τους. Αμέσως καρφώθηκε ολόγυρα ένα κομμάτι με τον περίεργο τίτλο Αriel (που αργότερα στην τελική μορφή του άλμπουμ θα άλλαζε λίγο χαρακτήρα και τίτλο και θα γινόταν Trashroot), Ήταν η φωνή της Yodashe που έκανε το Ariel/Trashroot παράξενα μεθυστικό και καθηλωτικό. Από τότε περάσαν περίπου 12 χρόνια, το Ariel συνεχίζει να ακούγεται συχνά πυκνά στα μέρη μας ένω  πλέον η Yodashe ζει και εργάζεται στο Λονδίνο. 

Το ¨Τake Time" είναι ίσως η ωριμότερη μέχρι στιγμής σύνδεσή της και όπως ανάφέρεται στο δελτίο τύπου 

«..is inspired by Bjork's percussive detailing and Xenakis' multidimentional all-encompassing sound''.

Ηλεκτρονικές λούπες ενός ψηφιδωτού που όχι μόνο δεν περνά απαρατήρητο αλλά σε κάνει να θέλεις να το ακούσεις ξανά και ξανά και που έχει ως αδελφή ψυχή το βιντεο που δημιουργήθηκε με την συνεργασία της Rachel Heavey. Απολαύστε το και σε λίγες ημέρες έρχεται το δεύτερο κομμάτι του mini soundtrack του καλοκαιριού 2020.



Κυριακή 12 Ιουλίου 2020

Η Μελίνα η Ρωμιά και τα ορφανά του Παττακού

Ημερομηνία : 12 Ιουλίου 1967.
Τοποθεσία: Μια χώρα σε γύψο
Η Χούντα αφαιρεί την ελληνική ιθαγένεια από τη Μελίνα Μερκούρη η οποία δηλώνει στα ξένα ΜΜΕ: "Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα Πεθάνω Ελληνίδα, ο Παττακός γεννήθηκε Φασίστας και θα πεθάνει Φασίστας". (άραγε είναι ο ίδιος Παττακός που θαυμάζει ο Αδωνις και ο Βορίδης ή είναι απλή συνωνυμία?). Αυτή η ιστορία ήταν η αφορμή ώστε η Μελίνα και η Αλκη Ζέη να συνεγράψουν το "Είμαι Ρωμιά", για το οποίο άλλοι αναφέρουν λανθασμένα ως στιχουργό μόνο την Μελίνα.

Η Ζέη χρόνια μετά έχει πει "..Ευχαριστιόμουν να πηγαίνω σπίτι της, όταν δεν είχε κόσμο, για να τα λέμε οι δυο μας. Έλεγα στους δικούς μου: «Απόψε θα μείνω στης Μελίνας». Κάποια στιγμή γράφαμε μαζί και ένα τραγούδι, «Είμαι Ρωμιά» λεγόταν. Έβαζε τον έναν στίχο η μία και συμπλήρωνε τον επόμενο η άλλη. Μας έλεγε ο Ντασσέν: «Δεν είστε σοβαρές!».."

Μελίνα Μερκούρη* - Είμαι Ρωμιά - Μεσόγειος (1974, Vinyl) | Discogs
Το κομμάτι γράφτηκε στο Παρίσι στο σπίτι στο Καρτιέ Λατέν, όπου ζούσαν η Μελίνα με τον Ντασσέν. Η μουσική του κομματιού είναι των Joe Dassin & Richelle Dassen, ενώ η Γαλλική του έκδοση (je suis grecque) ήταν μέρος του προγράμματος «Deux sur la Deux Τζο Ντασέν (1970)". Ένα άλλο εντυπωσιακό στοιχείο είναι το ότι όταν το κομμάτι κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1974 ( Polydor ‎– 2056359) υπήρχε ένα Sticker στο εξώφυλλο που έγραφε "Προσφορά στην Κύπρο. Όλα τα δικαιώματα από τις εισπράξεις αυτού του δίσκου η Μελίνα τα προσφέρει για τον κυπριακό αγώνα ". 

Αυτά το ολίγα για την γυναίκα που έλεγε ".."Είμαι Ρωμιά, δηλαδή, είμαι φρικτά απαισιόδοξη στα μικρά πράγματα και μετά δίνω μια μπαμ και όταν συμβαίνει το κακό είμαι αισιόδοξη..."

Τρίτη 7 Ιουλίου 2020

Frans Masereel - To πάθος ενός ανθρώπου


Το 1918 ο Frans Masereel δημιούργησε την πρώτη του "ιστορία δίχως λέξεις". Ήταν το άλμπουμ "25 Εικόνες για το Πάθος ενός Ανθρώπου", αποτελούμενο από εικοσιπέντε ξυλογραφίες. Αμέσως έτυχε μεγάλης αποδοχής και τα επόμενα δύο χρόνια ακολουθήθηκε από "Το Βιβλίο μου των Ωρών", "Ο Ήλιος", "Η Ιδέα" και το "Ιστορία Δίχως Λέξεις". Αυτά τα βιβλία, καθώς και αυτά που ακολούθησαν κατά τη μακρά και παραγωγική του ζωή, επηρέασαν τρεις γενιές καλλιτεχνών, αν και η δουλειά του παραμένει σε κάποιο βαθμό άγνωστη σ' ένα ευρύτερο κοινό. Μόλις τώρα ο Masereel ανακαλύπτεται ξανά σαν ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες σχεδιαστές του 20ού αιώνα και ως πατέρας των graphic novels. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)


ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΕκδότηςΔΑΙΜΩΝ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ
Χρονολογία ΈκδοσηςΝοέμβριος 2017
Αριθμός σελίδων32
Διαστάσεις17x12