«Αιώνια παλεύουν µέσα µου οι δυο τους· όλη µου η ζωή, µάθε, είναι το πάλεµα αυτό· µπορεί να παίρνουν διαφορετικά ονόµατα –Θεός και Σατανάς, πνέµα και σάρκα, καλό και κακό, φως και σκοτάδι, όµως πάντα είναι η µάνα µου κι ο κύρης.
Ο πατέρας µου µέσα µού φωνάζει: “Κέρδισε, πλούτισε, δώσε χρυσάφι, αγόρασε οικόσηµο, γίνου άρχοντας· µονάχα ο πλούσιος κι ο άρχοντας αξίζουν στον κόσµο να ζουν. Μην είσαι καλός, χάθηκες· ένα δόντι να σου σπάζουν, µασέλα να τσακίζεις· µη ζητάς να σε αγαπούν µα να σε φοβούνται· µη συχωρνάς, χτύπα!”
Κι η µάνα, τρέµει µέσα µου η φωνή της, µου λέει σιγά, φοβισµένα, µην την ακούσει ο κύρης: “Να ’σαι καλός, Φραγκίσκο µου, να ’χεις την ευκή µου· ν’ αγαπάς τους φτωχούς, τους ταπεινούς, τους αδικηµένους· σου ’καµαν κακό; Συχώρνα!”
Παλεύουν µέσα µου η µάνα µου κι ο κύρης, κι όλη µου τη ζωή µάχουµαι να τους φιλιώσω· µα δε φιλιώνουν· δε φιλιώνουν, φράτε Λεόνε, και γι’ αυτό υποφέρω».
Καζαντζάκης, Νίκος, 1883-1957
"Ο φτωχούλης του Θεού"
Εκδόσεις: ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ