Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Εγώ η Ουλρίκε Μάινχοφ καταγγέλω

Πρόκεται για θεατρικό μονόλογο του Dario Fo και της Franka Rame. Μελοποιήθηκε από Ωχρά Σπειροχαίτη.



Όνομα : Οΰλρικε.
Επώνυμο :Μάϊνχοφ.
Γένους : θηλυκού.
Ηλικία : 41 Χρόνων.
Ναι, έχω παντρευτεί. Απόχτησα δυο παιδιά με καισαρική τομή.
Ναι, βέβαια, χωρισμένη από τον σύζυγο.
Επάγγελμα: δημοσιογράφος.
Εθνικότητα: Γερμανίδα.
 
Βρίσκομαι εδώ και τέσσερα χρόνια φυλακισμένη στο σύγχρονο κάτεργο ενός σύγχρονου κράτους.
Το έγκλημα; Το ότι "τόλμησα" να έρθω σε σύγ­κρουση με την άρχουσα τάξη και τους νόμους πού την προστατεύουν και την βοηθούν να εκμεταλλεύεται και να κοντρολλάρει τα πάντα. ΤΑ ΠΑΝΤΑ: Ακόμα κι’ αυτό το μυαλό μας, τις σκέψεις μας, τα λόγια μας, τα συναισθήματα τη δουλειά μας, τον τρόπο πού μας αρέσει ν’ αγαπάμε ή να κάνουμε έρωτα. Όλη μας τη ζωή τελικά.
 
Γι’ αυτό αποφασίσατε να με απομονώσετε, αφεντικά του Κράτους του  Δικαίου.
 
Και βέβαια οι νό­μοι σας είναι ίσοι για όλους, εκτός από εκείνους πού δεν είναι σύμφωνοι με τα Ιερά και όσιά" σας.
 
Εσείς είστε πού τοποθετήσατε στο περιθώριο τη γυναίκα. Τι ειρωνεία λοιπόν, με το να είμαι γυναίκα μου παραχωρείτε ΤΩΡΑ αυτό που για αιώνες μου έχετε στερήσει: Ίση ποινή με έναν άντρα.
Σας ευχαριστώ. Με ξεπληρώσατε με το νόμισμα της πιο σκληρής φυλάκισης: Απομόνωση, παγωνιά, μέσα σε μια φυλακή-νεκροταφείο, στην ποινή δηλαδή της πιο εξοντωτικής στέρησης των αισθή­σεων.
Και τι ευγενική έκφραση αλήθεια αν έλεγα ότι με θάψατε ζωντανή σ’ ένα σιωπηλό τάφο.' Μια σιωπή κατάλευκη.
 
Λευκό το κελλί, λευκοί οι τοίχοι, λευκά τα κουφώματα, περασμένα ακόμα με σμάλτο ή πόρτα, το τραπέζι, η καρέκλα και το κρεββάτι, για να μη μιλήσω για το αποχωρητήριο.
Ο φωτισμός με ΝΕΟΝ κι’ αυτός  λευκός και αναμμένος πάντα: μέρα και νύχτα.
Μα, πότε λοιπόν είναι μέρα και πότε νύχτα;
Πώς μπορώ να το ξέρω;

Από τη χαραμάδα του παράθυρου περνάει πάντα το ίδιο λευκό φως ψεύτικο όπως το ίδιο ψεύτικο είναι και το παράθυρο, όπως το ίδιο ψεύτι­κος και δόλιος είναι και ο χρόνος πού με κρατάτε φυλακισμένη και τον απεικονίζετε με ένα ατέλειωτο λευκό......
Σιωπή. Παντού σιωπή. Απ’ έξω ούτε ένας ήχος, ένας θόρυβος, μια φωνή.  

'Απ’ τον διάδρομο δεν ακούγονται βήματα, ούτε πόρτες ν’ ανοίγουν ή να κλείνουν…        
ΤΙΠΟΤΑ.'

Όλα σιωπηλά και κατάλευκα. Μια μεγάλη σιωπή και μέσα στο μυαλό μου, μυαλό λευκό κι’ αυτό σαν το ταβάνι.

Η φωνή μου, λευκή κι’ αυτή αν δοκιμάσω να τη χρησιμοποιήσω.
Λευκό το σάλιο πού ξεραίνεται στις άκρες των χειλιών μου. Λευκή σιωπή στα άδεια μάτια μου στο στομάχι, στην κοιλιά πού φουσκώνει απ’ το κενό.

Παγιδεμένη όπως ένα γιαπωνέζικο ψάρι χωρίς πτερύγια πού προσπαθεί να επιπλεύσει στη σιωπή του ενυδρείου.
Ακατάσχετη επιθυμία για εμετό.
Βλέπω το μυαλό μου, με αργή κινηματογραφική κίνηση να αποχωρίζεται από το κρανίο του, να αλητεύει άσκοπα πάνω-κάτω, να κυλιέται και να γίνεται ένα με κείνο το αιώνιο λευκό του κελλιού μου.

Σαν σκόνη διαλυμένη, όπως το απορρυπαντικό στο πλυντήριο, νιώθω όλο μου το κορμί: σκύβω και το μαζεύω....προσπαθώ να το συναρμολογίσω…διαλύομαι…Όχι! Όχι!

Πρέπει να κρατήσω, ν’ αντισταθώ....δεν θα καταφέρετε να με τρελλάνετε... Πρέπει να σκεφτώ' Να σκεφτώ.! Να λοιπόν σκέφτομαι...   

Σκέφτομαι εσάς, εσάς πού με κρατάτε σ’ αυτόν τον εφιάλτη: σας βλέπω κιόλας, κρεμασμένους με τη μύτη κομμένη απ’ το κρύσταλλο του ενυ­δρείου που με βάλατε, και με κυττάζετε με τόσο ενδιαφέρον.

Σας εκστασιάζει το θέαμα     

Τρέμετε μήπως και μπορέσω ν’ αντισταθώ…τρέμετε στη σκέψη ότι άλλοι όπως εγώ, όλοι οι σύντροφοί μου, έρθουν και σας καταστρέψουν τον ωραίο αυτό κόσμο πού επινοήσατε! Τι γελοίο στ’ αλήθεια, να έχετε στερήσει από μένα τα χρώματα και έξω να έχετε ξαναβάψει, τον μουχλιασμένο και γκρίζο κόσμο σας, με τα ζωηρότερα χρώματα για να μην καταλαβαίνεις τη σαπίλα πού κρύβει μέσα του. Για να υποχρεώνετε τον κόσμο να καταναλώνει τα πάντα σε χρώμα: χρωματίσατε με ζωηρό κόκκινο τα σιρόπια από βατόμουρο, και τι πειράζει μ’ αυτά θεραπεύετε τον καρκίνο, με γυαλιστερό πορτοκαλλί τα απεριτίφ. Κάνατε τα παιδιά να καταβροχθίζουν με βουλημία το σμαραγδένιο πράσινο και το αστραφτερό κίτρινο ξεχειλήσατε με χρωματιστά δηλητήρια το βούτυρο και τη μαρμελάδα.

Σαν ηλίθιους παλιάτσους βάψατε ακόμα τις γυναίκες σας: εγγυημένο κόκκινο για τα μάγουλα, ανοιχτό γαλάζιο και βιολέ για τις βλεφαρίδες, κόκκινο κινναβάρι για τα χείλη και για τα νύχια όλα τα χρώματα που μπορεί να φανταστεί κανείς σ’ ένα καρναβάλι: από χρυσαφί και ασημί, μέχρι πράσινο και πορτοκαλί και ακόμα ακόμα και κείνο το βαθύ μπλε της θάλασσας χρησιμοποιήσατε. Και τιμωρήσατε εμένα με τη σκληράδα του ανέκφραστου λευκού, γιατί το μυαλό μου δεν έχει ανάγκη απ’ το χαρτοπόλεμο που σκορπίζετε παντού, για να δουλέψει, γιατί τα δικά του χρώματα ξεγυμνώνουν όλη σας την αθλιότητα. Ναι, δείχνετε μεγάλη σιγουριά, μα είναι η αδυναμία και ο φόβος πού σας κάνει τόσο απάνθρωπους όσο και τρελλούς. Γι’ αυτό έχετε τόση ανάγκη απ’ όλο αυτό το τσίρκο, όλο αυτό το πανηγύρι με τα φώτα από ΝΕΟΝ, τις φανταχτερές βιτρίνες, τους ήχους και σαματά, το ραδιόφωνο και το κασσετόφωνο, ανοιγμένα πάντα στο "διαπασόν", που τα κουβαλάτε μαζί σας παντού και πάντα, στα μαγαζιά, στα σπίτια, στο αυτοκίνητο, στο μπαρ ακόμα και στα κρεββάτια σας για να "διεγείρετε" τις χαυνωμένες σας αισθήσεις την ώρα πού κάνετε έρωτα.

Είναι ο φόβος της σιωπής που καταδικάσατε εμένα...γιατί αυτή ακριβώς είναι η χειρότερη τιμωρία για σας. Τρομοκρατείστε με την ιδέα και μόνο να μείνετε μόνοι. Μόνοι, εσείς με το μυαλό σας...γιατί σας προκαλεί φρίκη και μόνο η σκέψη ότι το δικό σας το μυαλό είναι αμφίβολης ποιότητας. Ότι δεν είναι ότι καλύτερο, μα ότι χειρότερο υπάρχει: Ένα μυαλό μελαγχολικό!

Και με κρατάτε φυλακισμένη σ’ αυτό εδώ το ενυδρείο μόνο και μόνο επειδή…    

Έ, λοιπόν όχι. Δεν συμφωνώ με τον τρόπο της ζωής σας. Και ούτε θα ήθελα να είμαι μια από τις γυναίκες "σας" – θλιβερή αποκριάτικη φιγούρα.

Όχι, δεν θάθελα να’μαι η τρυφερή ύπαρξη με τα τρελλούτσικα καμώματα και τα ηλίθια γελάκια πού θα στόλιζε το τραπέζι σας του Σαββατόβραδου σε κάποιο κομψό ρεστωράν, απαραίτητο πλήρωμα της ραφινάτης όσο και θλιβερής ατμόσφαιρας, του εξωτικού μενού και της τόσο ηλίθιας όσο και "απαραίτητης" διακριτικής μουσικής.

Όχι, δεν θάθελα να υποχρεώνομαι να γίνω όσο "πρέπει" ελκυστική και θλιμμένη και συγχρόνως τρελλούτσικη και γεμάτη εκπλήξεις και μετά χαζούλα και παιδιάστικη και ύστερα μητέρα  και πουτάνα ενώ την ίδια στιγμή να είμαι συνεσταλμένη και να βγάζω λεπτές φωνούλες θαυμασμού και ντροπής στην πρώτη χυδαιότητα που θα ξεστομίσετε.

Α, να λοιπόν ένας ελαφρός θόρυβος: ανοίγει η πόρτα, εμφανίζεται η δεσμοφύλακας, με κοιτάζει σαν να μην υπάρχω, σαν να είμαι διάφανη. Δίχως να πει λέξη ακουμπάει στο τραπέζι πιάτο με το' φαγητό και βγαίνει. Ξανακλείνει. Ξανά σιωπή.

Τι μου φέρανε να φάω! Σάντουιτς. Ένα ποτήρι χυμό. Χόρτα βραστά. Ένα μήλο.

Παίρνουν βέβαια τα μέτρα τους μήπως και μου’ρθει στο μυαλό να αυτοκτονήσω. Πραγματικά, το πιάτο είναι χάρτινο, και το ποτήρι το ίδιο . Δεν υπάρχει ούτε μαχαίρι ούτε πηρούνι, μονάχα ένα κουτάλι από ελαστικό πλαστικό, πού μοιάζει με καουτσούκ.

Όχι, όχι, δεν θέλουν ν’ αποφασίσω μόνη μου για τη ζωή μου. Είναι εκείνοι πού πρέπει να σκεφτούν για μένα. Μόνο πού περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να μου δώσουν το παράγγελμα. Και επειδή δεν υπάρχουν κάγκελλα στο παράθυρο για να δέσω το σεντόνι και να κρεμασ­τώ μόνη μου, θα μου δώσουν αυτοί "μιά χείρα βοηθείας"…ακόμα και περισσότερα αν χρειαστεί. Καθαρές δουλιές, Όπως το ίδιο καθαρή υπόθεση είναι κι’ αυτή η σοσιαλδημοκρατία που ετοιμάζεται τώρα να με δολοφονήσει μόλις το κρίνει σκόπιμο.

Κανένας δεν πρόκειται ν’ ακούσει κάποια κραυ­γή μου, ούτε καν ένα μου παράπονο...όλα θα γίνουν σιωπηλά, διακριτικά, για να μην ταραχτεί ο γαλήνιος ύπνος των ευτυχισμένων κατοί­κων αυτού του τόσο τέλεια οργανωμένου κράτους.

Κοιμήσου, κοιμήσου ήσυχα καλοθρεμμένε και αποχαυνωμένε κόσμε της μεγάλης Γερμανίας και εσείς οι άλλοι της υπόλοιπης Ευρώπης, όλοι οι "καλώς σκεπτόμενοι", κοιμηθείτε γαλήνιοι όπως οι πεθαμένοι! Η κραυγή μου δεν μπορεί να σας ξυπνήσει…     

Δεν ξυπνάνε ποτέ οι κάτοικοι ενός νεκροταφείου.

Οι μόνοι πού θα αγανακτήσουν και θα εξεγερθούν, το ξέρω καλά, θα είναι εκείνοι που χύνουν τον ιδρώτα τους ολημερίς , εκείνοι που τους εξουθενώνετε το σώμα για να τους "σκοτώσετε" το μυαλό, όλοι εκείνοι οι μετανάστες τούρκοι σπανιόλοι, έλληνες, άραβες και όλοι οι άλλοι, οι καταπιεσμένοι και οι προδομένοι όλης της Ευρώπης και μαζί μ’ αυτούς οι γυναίκες, όλες οι γυναίκες που ένιωσαν την καταπίεσή τους ταπεινωμένες και εκμεταλλευμένες, όλες μαζί αυτές θα καταλάβουν πολύ καλά γιατί με κρατάτε κλεισμένη εδώ μέσα και ακόμα καλύτερα γιατί το Κράτος αποφάσισε να με δολοφονήσει, σαν μάγισσα του Μεσαίωνα.

Και θα σας πείσουν βέβαια, είμαι κιόλας σίγουρη, ότι ακόμα και σήμερα υπάρχουν πάντα "μάγισσες" για την εξουσία.

Και οι μάγισσες πρέπει να στέκονται πάντα μπροστά στους αργαλειούς, στις μηχανές, στις πρέσσες, στις γραμμές παραγωγής, μέσα στο θόρυβο, στο σαματά, στα ουρλιαχτά…πλάφ...τριτριτρί'... βλαμ... χλατς!

Πρέσσα!  Φλάτς.... Το σφυρί! Μπλάμμ! Τι τρυπά­νι φρουφρουφρου...ο κινητήρας...τα καζάνια...

Τι ωραίος που είναι ο θόρυβος, ο σαματάς, το πανδαιμόνιο!

Α! όλα αυτά τα επινοήσατε μόνοι σας εσείς τα αφεντικά, για δικό σας όφελος....και εγώ, εγώ επωφελούμαι απ’ αυτά. Φτάνει πια με τη σιωπή! Θα φτιάξω πάλι θορύβους: Πρέσσα: Φλάτς…το σφυρί: μπλάμ...μπλάμ...το τρυπάνι: φρουφρου...τα καζάνια: πλος..πλας..πλος...το αέριο! βγαί­νει αέριο! εμετός: αηδία!

Η αλυσίδα παραγωγής συνεχίζει με ρυθμό, δεν υπάρχει πια χρόνος, μονάχα ρυθμός, πλαφ ,πλος', σμπλαμ, μπένγκ, τράμπ, πούνγκ, σνάφ...φρφρ…                      
Φτάνει, φτάνει πια!

Σταματείστε τις μηχανές, σωπάστε…τι υπέροχο πράγμα η σιωπή, σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ δεσμοφύλακες πού μου χαρίσατε αυτή την απίστευτη και τόσο σπάνια ευχαρίστηση της σιωπής…του απόλυτου....ω! πόσο το απολαμβάνω πόσο το ευχαριστιέμαι, με όλες μου τις αισθή­σεις μαζί…ακούστε πόσο γλυκό είναι, λες και βρίσκομαι...στον Παράδεισο...
 
Δεσμοφύλακες, δικαστές, πολιτικάντιδες, σας έ­χω όλους γραμμένους....δεν θα κατορθώσετε ποτέ να με βγάλετε τρελλή από ΄δω μέσα, θα πρέπει να με δολοφονήσετε όσο είμαι απόλυτα υγιής, με πλήρη διαύγεια στο μυαλό μου, στο πνεύ­μα μου και όλοι θα καταλάβουν, θα ξέρουν με σιγουριά ότι εσείς είστε οι δολοφόνοι, μια κυβέρνηση, ένα Κράτος δολοφόνων.
 
Σας βλέπω κιόλας να τρέχετε να κρύψετε το πτώμα μου, να’ εμποδίζετε την είσοδο στους δικη­γόρους μου....Όχι, την Οΰλρίκε Μάϊνχοφ δεν μπορείτε να τη δείτε...Ναι, ναι, κρεμάστηκε Όχι, όχι δεν μπορείτε να παρευρεθείτε στην αυτοψία. Κανένας. Μονάχα οι εμπειρογνώμονες του Κράτους, πού έχουν ήδη βγάλει το  πόρισμα…Η Μάϊνχοφ κρεμάστηκε.
 
Μα, δεν υπάρχουν σημάδια στραγγαλισμού στο λαιμό…ούτε κυανωτικό χρώμα…αντίθετα, υπάρχουν μελανιές από κακώσεις  σ’ ολόκληρο το σώμα. Κάνετε πέρα, προχωρείστε, μην κυττάζετε! Απαγορεύεται να τραβάτε φωτογραφίες, απαγορεύεται η ξεχωριστή ιατροδικαστική έκθεση, απαγορεύεται να εξεταστεί το πτώμα μου!
 
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ! Απαγορεύεται να σκέφτεστε, να φαντάζεστε, να μιλάτε, να γρά­φετε, απαγορεύεται, ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΝΤΑΙ !
 
Ναι, απαγορεύονται τα πάντα!  Αλλά δεν θα μπορέσετε ν’ απαγορεύσετε ποτέ να καγχάσουν μπροστά στα ηλίθια μούτρα σας για την τόσο μεγά­λη σας βλακεία, την κλασσική βλακεία πού έχει ο κάθε δολοφόνος!
 
Βαρύς σαν ένα βουνό είναι ο θάνατος...δε­κάδες εκατομμύρια χέρια γυναικών έχουν ορθώσει αυτό το τεράστιο βουνό και τώρα, τώρα θα το γκρεμίσουν μόνες τους με ένα ανατριχιαστι­κό γέλιο!

Δεν υπάρχουν σχόλια: