Ως «πραξικόπημα της μπυραρίας» ή αλλιώς «πραξικόπημα του Μονάχου» έμεινε στην ιστορία η αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος του Χίτλερ το 1923 στο Μόναχο. Αν και απέτυχε παταγωδώς, το γεγονός αυτό τον έκανε γνωστό εντός και εκτός Γερμανίας.
Την εποχή εκείνη εκείνη, η Γερμανία είχε αποδεχτεί την πλήρη ευθύνη για την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σύμφωνα με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, και έπρεπε να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις σε διάφορες χώρες. Ο πληθωρισμός και η ανεργία ήταν στα ύψη. Τον Αύγουστο του 1923 την διακυβέρνηση ανέλαβε ο Καγκελάριος Γκούσταβ Στρέζεμαν, ο οποίος ένα μήνα αργότερα ανάγγειλε ότι θα προχωρούσε στην καταβολή των αποζημιώσεων. Αυτό μεγάλωσε ακόμα περισσότερο τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Στο μεταξύ, ο Χίτλερ ζούσε στη Βαυαρία, όπου υπήρχαν πολλές πολιτικές ομάδες που αντιτίθονταν στην δημοκρατική Κυβέρνηση του Βερολίνου. Το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, του οποίου ήταν επικεφαλής, ήταν η μεγαλύτερη από αυτές τις ομάδες και μάλιστα το 1923 αριθμούσε περίπου 55.000 οπαδούς. Γενικά, ο Χίτλερ περιφερόταν από μπυραρία σε μπυραρία και τόνιζε την προδοσία των πολιτικών στην ήττα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1923 ανακοίνωσε μια σειρά διαδηλώσεων για τις επόμενες μέρες, στις οποίες θα έπαιρναν μέρος και άλλες ακροδεξιές οργανώσεις της Βαυαρίας. Το σχέδιο του ήταν η απαγωγή της Βαυαρικής Κυβέρνησης, την οποία θα υποχρέωνε να δεχτεί ως ηγέτη της τον ίδιο, ενώ στη συνέχεια εκείνος και οι συνεργάτες του θα βάδιζαν κατά του Βερολίνου. Ως πρότυπο είχε τη Μεγάλη Πορεία του Μουσολίνι προς τη Ρώμη, ένα χρόνο νωρίτερα. Μάλιστα, θέλοντας να εξασφαλίσει την υποστήριξη του γερμανικού στρατού, πήρε με το μέρος του τον στρατιωτικό ηγέτη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Έριχ Λούντεντορφ.
Η μεγάλη ευκαιρία που περίμενε ο Χίτλερ του δόθηκε όταν έμαθε ότι σε μια μεγάλη μπιραρία του Μονάχου, την "Löwenbräukeller", θα γινόταν μια συγκέντρωση 3.000 επιχειρηματιών με οικοδεσπότη την ηγεσία της Βαυαρικής Κυβέρνησης, τα μέλη της οποίας σκόπευε να απαγάγει. Στις 8 Νοεμβρίου 1923 τα μέλη της παραστρατιωτικής οργάνωσης του Κόμματος SA, υπό την ηγεσία του Χέρμαν Γκέρινγκ περικύκλωσαν την μπιραρία. Στις 8:30 ο Χίτλερ, ακολουθούμενος από μια μικρή ομάδα ένοπλων SA εισέβαλε στην μπιραρία. Η εμφάνισή τους προκάλεσε, όπως αναμενόταν, πανικό ανάμεσα στους παρευρισκόμενους. Ο Χίτλερ πυροβόλησε μια φορά στον αέρα ουρλιάζοντας "Ησυχία!". Προχώρησε, ακολουθούμενος από τον Γκέρινγκ, στο βάθρο των ομιλητών, ενώ οι SA συνέχισαν να εισέρχονται στην μπιραρία κυκλώνοντας τους πανικόβλητους παρευρισκόμενους. Ο επικεφαλής της Κυβέρνησης Γκούσταφ φον Καρ (Gustav von Kahr), του οποίου την ομιλία διέκοψε ο Χίτλερ, παραχώρησε το βάθρο του ομιλητή στον Χίτλερ, ο οποίος άρχισε αμέσως να αγορεύει, λέγοντας ότι άρχισε η Εθνική Επανάσταση και κανείς δεν επιτρεπόταν να εγκαταλείψει τον χώρο, απειλώντας με την χρήση ενός πολυβόλου, που είχε εγκαταστήσει πίσω από το βάθρο. Ανάγγειλε ότι τόσο η Βαυαρική όσο και η Κυβέρνηση του Ράιχ ανατράπηκαν και εγκαθιδρύθηκε προσωρινή επαναστατική Κυβέρνηση.
Οι στρατώνες της Ράιχσβερ (γερμανικού στρατού) και της Αστυνομίας είχαν καταληφθεί, τα μέλη τους παρήλαυναν ήδη στην πόλη κάτω από την σβάστικα. Φυσικά, όλα αυτά ήταν μια τεράστια μπλόφα, αλλά οι παρευρισκόμενοι δεν ήταν σε θέση να το γνωρίζουν. Ο Χίτλερ κάλεσε τον φον Καρ και τους αδελφούς φον Λόσοβ, Ότο (Otto von Lossow), Αρχηγό του Βαυαρικού Στρατού, και Χανς (Hans von Lossow), Αρχηγό της Αστυνομίας της Βαυαρίας, σε ένα μικρό δωμάτιο πίσω από την κεντρική αίθουσα και τους είπε ότι αυτός είναι ο νέος ηγέτης της Γερμανίας. Τους προσέφερε θέσεις στη νέα του Κυβέρνηση. Οι τρεις άνδρες, γνωρίζοντας ότι η από πλευράς τους αποδοχή των νέων "θέσεων" αποτελούσε πράξη έσχατης προδοσίας, αρνήθηκαν. Ο Χίτλερ εξεμάνη, έβγαλε πάλι το πιστόλι του και τους είπε: "Κύριοι, έχω τέσσερεις σφαίρες σε αυτό το όπλο: Μία για τον καθένα σας και μία για μένα!". Υπό την απειλή της δολοφονίας τους, οι τρεις συμφώνησαν.
Οι αρχές αρχές ενημερώθηκαν για την απόπειρα πραξικοπήματος και ο αναπληρωτής
πρωθυπουργός της Βαυαρίας Φραντς Ματ, ο μοναδικός που δεν βρισκόταν στην
μπυραρία, ανέλαβε την επιχείρηση καταστολής. Η αστυνομία και ο στρατός
έμειναν πιστές στον Ματ, παρότι οι επικεφαλής τους είχαν ταχθεί υπέρ των
πραξικοπηματιών. Οι πραξικοπηματίες προσπάθησαν να καταλάβουν κυβερνητικά κτίρια και
να εξοπλιστούν. Η προσπάθεια όμως απέτυχε. Το σχέδιο του Χίτλερ να
βαδίσει εναντίον του Βερολίνου δεν πραγματοποιήθηκε καθώς είχε
παραβλέψει να καταλάβει τους ραδιοφωνικούς και τηλεγραφικούς σταθμούς,
κι έτσι η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση πληροφορήθηκε τις εξελίξεις και έδωσε
σχετικές διαταγές για την κατάπνιξη του πραξικοπήματος.
Την επομένη ο Χίτλερ και ο Λούντεντορφ, επικεφαλής 3.000 ενόπλων υποστηρικτών τους, παρέλασαν στους δρόμους του Μονάχου με στόχο να συνενωθούν με τις δυνάμεις του Ρεμ που κατείχαν το Υπουργείο Πολέμου. Στην πλατεία Οντεόν (Odeonsplatz), όμως, βρήκαν τον δρόμο κλεισμένο από αστυνομικές δυνάμεις, ο επικεφαλής των οποίων τους διέταξε να σταματήσουν και να παραδοθούν. Στην άρνηση των Ναζί να συμμορφωθούν, η Αστυνομία άνοιξε πυρ, αρχικά πυροβολώντας προειδοποιητικά μπροστά στα πόδια τους. Οι SA απάντησαν στους πυροβολισμούς και έγινε πραγματική μάχη, με 21 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες, ανάμεσα στους οποίους και ο Γκέρινγκ, ο οποίος τραυματίστηκε στη βουβωνική χώρα. Μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο, όπου του χορηγήθηκε μορφίνη για την ανακούφιση των ισχυρών πόνων. Αυτή ήταν η έναρξη της εξάρτησης του Γκέρινγκ από την μορφίνη, από την οποία απαλλάχτηκε μόνο λίγο πριν τον θάνατό του στο τέλος της Δίκης της Νυρεμβέργης, 23 χρόνια αργότερα. Με την έναρξη του πυρός, ο Χίτλερ έπεσε στο έδαφος, καθώς ο διπλανός του, με τον οποίο είχαν διασταυρωμένους βραχίονες για το σχηματισμό ανθρώπινης αλυσίδας χτυπήθηκε από σφαίρα και κατέπεσε, παρασύροντάς τον.
Η πτώση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την εξάρθρωση του ώμου του. Ο σωματοφύλακάς του, Ούλριχ Γκραφ (Ulrich Graf), έσπευσε να τον καλύψει με το σώμα του και δέχτηκε αρκετές σφαίρες. Αυτή του η ενέργεια έσωσε την ζωή του Χίτλερ. Ούλριχ Γκραφ. Φωτ. Ομοσπονδιακό Γερμανικό Αρχείο Ο πόνος που ένιωσε από τον εξαρθρωμένο ώμο του, όμως, έκανε τον Χίτλερ να αποθαρρυνθεί και έτρεξε να διαφύγει προς ένα παρακείμενο αυτοκίνητο, στο οποίο υπήρχαν κομματικά στελέχη. Παρά το ότι υπερτερούσαν αριθμητικά, οι Ναζί ακολούθησαν το παράδειγμα του ηγέτη τους και τράπηκαν σε φυγή. Οι μόνοι που συνέχισαν να βαδίζουν προς τους αστυνομικούς ήταν ο Λούντεντορφ και ο υπασπιστής του. Την ενέργεια αυτή του Χίτλερ οι Ναζιστές ιστορικοί προσπάθησαν να την δικαιολογήσουν, λέγοντας ότι ο Χίτλερ αναγκάστηκε να φύγει γιατί έπρεπε να μεταφέρει ένα τραυματισμένο παιδί στο τοπικό νοσοκομείο.
Ο Χίτλερ συνελήφθη λίγες ημέρες αργότερα, στις 12 Νοεμβρίου, και
παραπέμφθηκε μαζί με τους άλλους πραξικοπηματίες σε δίκη, κατηγορούμενος
για έσχατη προδοσία. Για την κατηγορία αυτή το μέγιστο της
προβλεπόμενης ποινής ήταν η θανατική, όμως καταδικάστηκε σε φυλάκιση
μόλις 5 ετών. Τελικά εξέτισε μόνο οκτώ μήνες από την ποινή του και
κατέβαλε πρόστιμο 500 μάρκων. Μάλιστα, εγκλείστηκε σε φυλακή, όπου τα
κελιά ήταν σχετικά άνετα και οι συνθήκες κράτησης πολύ ήπιες. Τα
παραπάνω του επέτρεψαν να υπαγορεύσει το βιβλίο του «Ο Αγών μου» (Mein
Kampf) στον, επίσης καταδικασμένο πραξικοπηματία και γραμματέα του
Ρούντολφ Ες.
Πηγές: