Τσάκισαν και έχασαν το θάρος τους και ρίξανε το φταίξιμο στον Ντάνκο.-«Σας οδηγώ εγώ», μας είπες!-Σας οδήγησα. Μα εσείς; Σέρνεστε όλο πιό πολύ στη λάσπη, μπουσουλώντας με τα τέσσερα, σα ζώα.Σκοτείνιασαν τα μάτια τους και φάνηκε μέσα σ’αυτά η λάμψη του θανάτου.«Κοίτα τους», μονολόγησε, «πριν όλοι φίλοι, τώρα όλοι τους θηρία» και λάμψανε τα μάτια του σαν φάροι. Και βλέποντάς το αυτό, σκέφτηκαν πως τρελάθηκε και πως, γιαυτό -έτσι ζωηρά- φλογίστηκε η ματιά του και φυλάχτηκαν. Και σαν κοπάδι λύκων –που θήραμα μυρίστηκε- μαζεύτηκαν, γιατί περίμεναν πως θα ριχτεί πάνω τους πρώτος. Και άρχισε να στενεύει γύρω του ο κλοιός. Και αυτός κατάλαβε τη σκέψη τους και η σκέψη γένησε στην φλογερή καρδιά του το παράπονο. Και όλο το Δάσος άρχισε να ψέλνει το μαύρο, πένθιμο τραγούδι του. Και ο κεραυνός βροντάει και η βροχή πέφτει ασταμάτητα.-«Αν δεν καώ εγώ –αν δεν καείς εσύ- πως θα γενούνε τα σκοτάδια φως;» φώναξε, κι απ’τη Βροντή πιό δυνατά. Και έσκισε με τα χέρια του το στήθος του και έβγαλε από μέσα την καρδιά του και την κρατάει ψηλά, απ’τα κεφάλια πάνω των Ανθρώπων.Αναλαμπάδιασε η Καρδιά –σαν ήλιος- και το σκοτάδι διαλύθηκε μέσα στο φως. Και οι Άνθρωποι –κατάπληκτοι- μαρμάρωσαν.-Εμπρός, φωνάζει ο Ντάνκο και ρίχνεται μπροστά, στην πρωτινή του θέση, ψηλά κρατώντας την Φλεγόμενη Καρδιά του -που φώτιζε την Μοίρα των Ανθρώπων.Τον ακολούθησαν σαν μαγεμένοι. Το Δάσος αντιβούησε έκπληκτο, μα η βοή του πνίγηκε στον Ήχο των Χρωμάτων. Και τώρα πέθαιναν, μα πέθαιναν δίχως παράπονα και παρακάλια. Έτρεχαν γρήγορα μπροστά, με γεναιότητα, το Φως του Φάρου ακολουθώντας –την Καρδιά του. Και ο Ντάνκο πάντα προχωρούσε προς τα εμπρός και η Φλόγα της Καρδιάς του όλο φούντωνε και φούντωνε.
Και τέλειωσε το Δάσος. Και έμεινε πίσω τους, βουβό. Και στα λιβάδια πέρα, στη μεγάλη στέπα σαν ξεμύτισαν, λούστηκαν ξαφνικά από ηλιόφως και καθαρό αέρα ξεπλυμένο απ’την βροχή. Και έλαμψε ο ήλιος και πέρα, το ποτάμι, σαν φιδίσιο σώμα αντιφέγγισε. Σουρούπωνε. Κατά το λιόγερμα, άρχισε να φαντάζει κόκκινο –σαν αίμα- το ποτάμι. Και εκείνος, χαμογέλασε περήφανα.Και έγινε η Ώρα, Δώδεκα.Στο χώμα πέφτει και η Μάνα Γη προστάζει, και λουλούδια τον αγκάλιασαν. Και δεν τον πρόσεξε κανείς πούπεσε κάτω. Και μόνο η γεναία του Καρδιά ακόμα άναβε. Και ένας, την πρόσεξε. Και –φοβισμένος- με το πόδι του την πάτησε. Και η Φλογερή Καρδιά του Ντάνκο, χάθηκε γιά πάντα.
Η ιστορία του Ντάνκο είναι από το βιβλίο του Μαξίμ Γκόργκι :Η φλογερή καρδιά του Ντάνκο και άλλα διηγήματα. Το αφιερώνουμε σε όλους τους ονειροπόλους (όπως τους χαρακτηρίζουν όσοι φοβούνται να τους ακολουθήσουν) που πιστεύουν ότι ο κόσμος μπορεί και πρέπει να αλλάξει. Σε αυτούς που δίνουν "μάχες" για μια δίκαιη κοινωνία, για την προστασία του περιβάλλοντος, για την λύση και όχι την πρόσκαιρη αντιμετώπιση των προβλημάτων λαών που βρίσκονται στα πιο απομακρυσμένα και άγνωστα μέρη του πλανήτη, για την λύση όλων των προβλημάτων. Σε όλους αυτούς που μπορεί μέσα τους να ξέρουν ότι οι αγώνες τους είναι καταδικασμένοι και "ουτοπικοί" αλλά δεν εγκαταλείπουν. Σε αυτούς που δεν χρειάζονται τον Danko για να τους σώσει από το σκοτάδι γιατί δεν το φοβούνται και παλεύουν να ξεφύγουν από την “μοίρα” στην οποία κάποιοι θέλουν να τους καταδικάσουν.
Η ιστορία του Danko ενέπνευσε τους δικούς μας Abbie Gale και συνέθεσαν το ομότιτλο μανιφέστο τους στο δεύτερο άλμπουμ τους με τίτλο 2. Ακούστε το εδώ ή στην σελίδα τους στο myspace. Για τους Abbie Gale να είστε σίγουροι ότι θα επανέλθουμε και μάλιστα δυνατά. Καλό βράδυ...