«Κίνησα το πρωί για τον Διόνυσο, στην Πεντέλη. Κρατούσα τα «Γράμματα» της Ρόζας Λούξεμπουργκ κι ήθελα να τα διαβάσω ψηλά στη μοναξιά, κάτω από τα πεύκα.
Γυάλιζε ο αέρα ακίνητος κι άστραφτε σαν ατσάλι• απάνω του, σαν ξόμπλια σμαλτωμένα, τα δέντρα, οι πεταλούδες, τα σπίτια των ανθρώπων. Η Πεντέλη μπροστά μου, η μάνα, με τον ανοιχτό πληγωμένον κόρφο, που είχε γεννήσει τους Θεούς• ζερβά μου ο Πάρνης γαλάζιος και τραχύς. Μύριζε το θυμάρι, η αφάνα• οι βελόνες των πεύκων, διχαλωτές, έσταζαν τον ήλιο.
Στο Διόνυσο, βρήκα ένα παλιό μου φίλο. Είχα χρόνια να τον δω. Α! τους ηρωικούς αγώνες μας για τη δημοτική γλώσσα, τα μανιφέστα που ξαπολούσαμε, τις κρυφές μας συνεδρίες στα υπόγεια ενός μεγάλου σπιτιού, τους νέους που φέρναμε στα κατηχούμενα τούτα να τους φωτίσουμε, να πληθύνουμε, ν' ανεβούμε από τα υπόγεια, να φωτίσουμε την Ελλάδα.
Έπειτα σκορπίσαμε. Άλλοι παντρεύτηκαν, άλλοι βαρέθηκαν, άλλοι διορίστηκαν κι ησύχασαν. Όταν τους συναντώ στο δρόμο, κάνω πως δεν τους βλέπω από ευγένεια – φοβούμαι μήπως θυμηθούν και κοκκινίσουν. Μα σήμερα δεν μπόρεσα να ξεφύγω. Μόλις πρόβαλα στο μικρό ξενοδοχείο του Διονύσου, να ο φίλος μου με το μπαστούνι του, με το καπέλο γυριστό, να μην τον κάψει ο ήλιος γλυκοκουβέντιαζε με πέντ' έξι κοπέλες. Πώς πάχυνε! Τα μάτια του ήταν πρησμένα, τα μάγουλά του κρέμουνταν, το πηγούνι του αναπαύονταν απάνου στο διπλό προγούλι.
-Πώς πάχυνες! του είπα
- Ναι, πήρα τον κατήφορο. Στρώνω τραπέζι για τα σκουλήκια. Γεροντόπαχο. Δε σκοτίζομαι πια για τίποτα, δεν μπορώ να αφομοιώσω καμιά καινούρια ιδέα. Είμαι ήσυχος.
Και σε λίγο πρόσθεσε:
-Άλλαξαν οι συνήθειές μου. Παντρεύτηκα βλέπεις. Δεν περπατώ πια, βαριέμαι. Αγαπώ τις απλές κουβέντες, τη μαστίχα και τα παιδιά μου.
Θέλησα να του θυμίσω τους αγώνες μας. Όλα τα θυμόταν ήσυχα, χωρίς θλίψη, χωρίς ντροπή.
-Κάναμε ό, τι μπορούσαμε. Σήμερα οι νέοι άλλαξαν. Γίνηκαν επαναστάτες, δε σέβουνται.
Μα καθόλου δε θεράπευε πια την καρδιά μου όλη τούτη η ωραιότητα. Σαν παμπάλαιη μου φάνηκε Σειρήνα, που μάταια μάχουνταν να μας γοητέψει και να ξεχάσουμε το τραχύ, χωρίς γλύκα κι ωραιότητα σύγχρονο χρέος.
Ανέβαινα βιαστικός, κλεισμένος μέσα στην αγωνία μου. Σήμερα μια γυναίκα άσκημη, χλωμή, απελπισμένη, ανένδοτη, ήταν μαζί μου• ως άγγιζες το χέρι μου το μικρό βιβλιαράκι της Ρόζας Λούξεμπουργκ, έφρισσα, σα να με άγγιζε το νευρικό, νεκρό της χέρι και με οδήγαε. Μια μέρα την είχα δει σε μια μικρή γερμανική πολιτεία, πάνου σε ένα τραπέζι, να μιλάει σε χιλιάδες εργάτες και πεινασμένους. Ήταν αδύναμη, σα ραχητική, φορούσε ένα παλιό σάλι, έτρεμε από το κρύο κι έβηχε.
Μα πότε δεν θα ξεχάσω την κραυγή που τινάχτηκε από το ανεμικό της στόμα κι ανέβηκε στον ουρανό: «Ελευτερία, φως, δικαιοσύνη. Να χαθούμε, όλοι αδέλφια, για να σώσουμε τη γης!».
Πολλοί κλαίγαν, άλλοι βλαστημούσαν και φοβέριζαν. Οι καλοθρεμμένοι αστοί περνούσαν και σφύριζαν. Ήρθαν οι αστυφύλακες και την κατέβασαν από το τραπέζι και την πήραν στη φυλακή. Ποτέ δε θα ξεχάσω τη ματιά της προς τους αψηλούς, βάρβαρους στρατιώτες. Έλεος, αγανάχτηση και θλίψη. Σα να μετρούσε πόσο σκοτάδι υπάρχει ακόμα, πόση σκλαβιά και τι αγώνας χρειάζεται!
Μιαν άλλη μέρα: Είχε κηρυχτεί ο παγκόσμιος πόλεμος, τα γερμανικά σιδερόφραχτα στρατεύματα κίνησαν να δρασκελίσουν τα σύνορα και να μπουν στη Ρωσία.
Άξαφνα, μια χλωμή γυναίκα όρμησε, στάθηκε απάνου στα σύνορα κι άνοιξε τα δυο μικρά της αδύναμα χέρια να σταματήσει τους στρατούς που προχωρούσαν. Ήταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ.
Τη φυλακίζουν. Από τη φυλακή της κοιτάζει τον ήλιο, τα πουλιά, τα σύννεφα, ακουμπισμένη στα κάγκελα.
Ξαπλωμένος στην κορφή του βουνού διαβάζω τα γράμματα της στην αγαπημένη της φιλενάδα, τη Σόνια:
«Κάποτε μου φαίνεται πως δεν είμαι ανθρώπινο πλάσμα, μα ένα πουλί ή ένα οποιοδήποτε ζώο, που πήρε ανθρώπινη μορφή. Περσότερο ταιριάζει στην ψυχή μου μια γωνίτσα περβόλι, ένα χωράφι και να ΄μαι ξαπλωμένη στο χορτάρι, ανάμεσα στα έντομα, παρά να βρίσκουμαι σ' ένα συνέδριο σοσιαλιστικό. Σε σένα μπορώ να κάμω μια τέτοια εξομολόγηση, γιατί βέβαια δε θα με φανταστείς εσύ πως προδίνω την ιδέα. Το ξέρεις, πως με όλα αυτά, ελπίζω να πεθάνω στο μετερίζι μου: σε μια μάχη στα οδοφράγματα ή μέσα στη φυλακή...».
Γιομάτη επικίντυνα πλούτη κι αντινομίες ήταν η ψυχή της, όπως κάθε μεγάλη ψυχή.
Και παρακάτω γράφει: «Τη στιγμή που σου γράφω ένας μεγάλος βάβουλος μπήκε στο κελί της φυλακής μου• το γιομώνει με τη βαριά, σα βαρύτονου, φωνή του. Τί ωραίος που είναι, τί βαθύτατη χαρά ζωής αναπηδάει μέσα από το βούισμά του, το γιομάτο δύναμη, ζέστα καλοκαιριάτικη και μυρωδιές από τα λουλούδια!»
«Σονίτσα» γράφει μιαν άλλη μέρα, «παραπονιέσαι με λόγια πικρά γιατί με κρατούν τόσον καιρό φυλακή και φωνάζεις: «Πώς είναι δυνατόν οι ανθρώποι να ορίζουν την τύχη άλλων ανθρώπων;» Αγαπητό μικρό μου πουλί, σε όλη την ιστορία ανθρώποι ορίζουν την τύχη άλλων ανθρώπων, κι η αδικία τούτη, έχει βαθύτατα τις ρίζες της στις υλικές συνθήκες της ζωής.
Μονάχα η εξέλιξη, μέσα από αναρίθμητες σπασμωδικές κρίσεις, μπορεί να φέρει τη λύτρωση. Σήμερα ζούμε ένα από τα πιο τρικυμισμένα κεφάλαια της εξέλιξης αυτής και ρωτάς: Προς τί όλα τούτα; Το ερώτημα τούτο δεν έχει νόημα όταν αγκαλιάσεις ολάκερο τον κύκλο της ζωής. Προς τί να υπάρχουν πουλιά στον κόσμο; Δεν ξέρω. Μα χαίρουμαι που υπάρχουν και γλυκύτατα παρηγοριέμαι, γρικώντας ξαφνικά ένα βιαστικό τσι-τσι-μπε να μου έρχεται μακριάθε, απάνου από τον τοίχο. »
Άλλωστε υπερτιμάς τη γαλήνη μου. Δυστυχώς η εσωτερική μου ισορροπία και μακαριότητα ταράζεται κι από τον πιο ανάλαφρο ίσκιο που περνάει ποπάνω μου κι υποφέρω τότε αδήγητο μαρτύριο. Μα τις στιγμές αυτές μου είναι αδύνατο να προφέρω λέξη.».
Σε ένα άλλο γράμμα της περιγράφει με πόνο τα βουβάλια που σέρνουν μεγάλα κάρα και κουβαλούν στις φυλακές τα αιματωμένα ρούχα από τον πόλεμο. Ένας στρατιώτης τα χτυπούσε και χάραζε, έως το αίμα, τη ράχη τους:
«Την ώρα που ξεφόρτωναν τα κάρα, τα βουβάλια έμεναν ακίνητα εξαντλημένα και το ένα, εκείνο που έτρεχε αίμα, κοίταζε θλιμμένο, ίσα, μπροστά του. Όλη του η μορφή και τα μεγάλα του μαύρα μάτια, τα τόσο γλυκά, είχαν την έκφραση του παιδιού που τιμωρήθηκε σκληρά χωρίς να ξέρει την αιτία• έκλαψε πολύ και δεν ξέρει πια πώς να γλυτώσει από το μαρτύριο κι από την κτηνώδη βία.»
Στεκόμουνα μπροστά στο κάρο και το πληγωμένο ζώο με κοίταζε. Τα δάκρυα τινάχτηκαν από τα μάτια μου• ήσαν τα δάκρυά του. Ω δύστυχο βουβάλι μου, αγαπημένε φτωχέ αδερφέ μου, είμαστε κι οι δυο ανυπεράσπιστοι και βουβοί, ενωμένοι κι οι δυο στο πόνο, στην ανημποριά και στη λαχτάρα!»
Θάμα είναι η ευαισθησία τούτη της καρδιάς σε μια γυναίκα με τόση οξύτατη λογική και διαλεκτική δεινότητα και σοφία.
Κι ακόμα περισσότερο η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε και την Τρίτη ανώτατη αρετή: Δεν ήταν μονάχα λεπτότατα παθαινόμενη καρδιά, δεν ήταν μονάχα ανυπέρβλητα λαγαρός θεωρητικός νους – μα ήταν και μια ζωή γιομάτη Πράξη: αμείλιχτος πολεμιστής, έτρεχε από πόλη σε πόλη, μιλούσε στις πλατείες, στα καφενεία, στα εργοστάσια, πήγαινε μπροστά από τους εργάτες σε συλλαλητήρια κι απεργίες.
«Σονίτσαα, Σονίτσα, κράτα ό, τι κι αν γίνει, τη γαλήνη σου και την ηρεμία. Τέτοια είναι η ζωή και πρέπει να την παίρνεις όπως είναι, με γενναιότητα, με όρθιο το κεφάλι και με χαμόγελο στα χείλη, μπροστά και ενάντια στα πάντα!»
Και το τελευταίο της γράμμα, λίγο πριν την σκοτώσουν:
«Η ψυχή μου βρίσκεται σε τέτοιο πυρετό, που είναι αδύνατο να δέχουμαι πια τους φίλους μου και να νιώθω πως μας επιβλέπουν οι φύλακες. Το βάσταξα με υπομονή όλα τούτα τα χρόνια κι αν ήταν άλλοι καιροί, θα 'κανα υπομονή. Μα τώρα που όλα συθέμελα άλλαξαν, δεν το ανέχομαι πια. Να μ' επιβλέπουν την 'ωρα που μιλώ και να μη με αφήνουν να προφέρω λέξη για ότι βαθύτατα μ' ενδιαφέρει, μου κατήντησε τόσο μαρτύριο, που προτιμώ να στερηθώ κάθε επίσκεψη, ωσότου να μπορέσουμε να ιδωθούμε σαν ελεύτεροι άνθρωποι».
Σε λίγο καιρό, τον Γενάρη του 1919, τη σκότωσαν!
Αχ! Πως ανέβηκε ξαφνικά, μέσα στην Πεντέλη, η κραυγή: - Βοήθεια!
Δεν ήταν μια γυναίκα που φώναζε – ήταν η κραυγή, η σημερινή, ολάκερης της Γης. Κατέβαινα το βουνό ταραγμένος. Τα δάκρυα είχαν τιναχτεί από τα μάτια μου. Πώς όταν είδα τη γυναίκα τούτη στη μακρινή πολιτεία να φωνάζει, απάνω στο τραπέζι, μικρή, αδύναμη κι άσκημη, πώς να μη χυθώ να σφίξω το χέρι της και να πάω μαζί της! Μα θυμούμαι, πειράχτηκα κι απόστρεψα το πρόσωπό μου. Ένας γιατρός, που ήταν μαζί μου είπε: «Θα είναι υστερική• θα την πάντρευα να ησυχάσει». Κι εγώ γέλασα, θυμούμαι.
Φρίσσω λογιάζοντας πόσο κτήνος μπορεί να 'ναι ο άνθρωπος, χωρίς να το νιώθει. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα ξεπέσει τόσο, μεγαλύτερη αμαρτία δεν έκαμα.
Και τώρα τα δάκρυα ανεβαίνουν, μια καρδιά χτυπάει και γιομίζει με αντίλαλο την ερημιά, η ζωή ανασηκώνεται όλη απάνου στους αδύναμους, καμπουριασμένους ώμους της χλωμής τούτης μεγαλομάρτυρης αδελφής.
Έφυγε η κραυγή από το στήθος της, λευτερώθηκε από το εφήμερο κορμί της και δουλεύει, φωνάζοντας πολεμικά, μέσα στα στήθη των ανθρώπων.
Τέτοια η κραυγή της λευτεριάς. Έκαμε χρόνια να φτάσει και να χτυπήσει την ψυχή μου. Άλλες ψυχές, πιο χαμηλά, πιο πέρα, ακόμα δεν τη γρίκησαν. Βλέπουν μια γυναίκα ν' ανοίγει το στόμα της, να σηκώνει τα χέρια απάνου σ' ένα τραπέζι, μα δεν ακούν τί λέει: ύστερα από πέντε, δέκα χρόνια, θ' ακούσουν• κι η ψυχή τους θα τιναχτεί κραυγάζοντας.
Η κραυγή της Ρόζας Λούξεμπουργκ σκίζει τα σωθικά μας: -Βοήθεια!»
Ο αέρας άλλαξε, αναπνέει μιαν άνοιξη βαριά, γιομάτη θειάφι. Ποιος φώναξε; Εμείς φωνάζουμε, οι αδικημένοι άνθρωποι! Κι ύστερα σιωπή• ξεχνούμε από τεμπελιά, από συνήθεια, από φόβο. Μα ξάφνου πάλι η κραυγή σκίζει τα σωθικά μας. Γιατί δεν είναι απόξω, δεν είναι μακριά, δεν έρχεται, για να μπορούμε να ξεφύγουμε – μέσα στην καρδιά κάθεται η κραυγή και φωνάζει.
Ανήλεη, αυστηρή είναι η στιγμή που περνούμε. Δε στρέφουμε πια το πρόσωπό μας στον ουρανό, ζητώντας βοήθεια. Ξέρουμε, ουρανός και γης είναι ένα. Ο νους, ας είναι ο ποιητής ουρανού και γης• αυτός ανέλαβε όλη την ευθύνη του χαμού ή της σωτηρίας.
Ο νους μας είναι σαν το «Μικρό Σκορπιό» μιας αφρικάνικης παράδοσης, που αν την ήξερε, πολύ θα την αγαπούσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ.
«Ο μικρός σκορπιός είπε: – Εγώ, ο μικρός σκορπιός ποτέ δε θα επικαλεστώ το όνομα του Θεού. Εγώ, ο μικρός σκορπιός, όταν θέλω να κάμω τίποτα, θα το κάμω με την ουρά μου»!»