Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

Μια άκρως ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον Γιώργο Κωνσταντίνο Κούκιο των Morel

Η τελευταία χρονικά συνέντευξη/συζήτηση εδώ στo Γιουσουρούμ ήταν πρίν περίπου 4 1/2 χρόνια. Σήμερα έχουμε το πρώτο μέρος μιας πραγματικά ενδιαφέρουσας συζήτησης με τον Γιώργο Κωνσταντίνο Κούκιο των Morel. 
 
Οι Morel κατάφεραν μέσα σε λίγα χρόνια και κυκλοφόρησαν (κατά πολλούς) τον καλύτερο "Post New Wave" δίσκο με ελληνικό στίχο, να συμμετάσχουν στην Biennale της Bologna και να δούνε το δεύτερο άλμπουμ τους να διδάσκεται χως θέμα Σύγχρονης Μουσικής στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης. Όλα αυτά και άλλα τόσα που θα διαβάσετε θα σας κάνουν να αναζητήσετε τα πάντα για ένα συγκρότημα που για του νεώτερους ίσως παραμένει άγνωστο και μυστήριο. 
 
Στο πρώτο μέρος λοιπόν συζητάμε για την δημιουργία των Morel, για τον πρώτο τους δίσκο, μαθαίνουμε τι είπε ο Σιδηρόπουλος στον Κούκιο στο "Άλσος", τι είναι αυτό που έχει αλλάξει στην μουσική σκηνή της χώρας από τα μέσα της δεκαετίας του 80 μέχρι και σήμερα, για το άγχος και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι "εναλλακτικοί" μουσικοί εκείνης της εποχής  και άλλα πολλά ενδιαφέροντα. Ας αρχίσουμε λοιπόν..
---------------------------------------------------------------------------------------
  
Γιουσουρούμ: Για τους μη μυημένους το όνομα Morel ίσως να μην σημαίνει κάτι. Πως και γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο όνομα;

Γιώργος Κωνσταντίνος Κούκιος: Στο ένθετο βιβλιαράκι που συνοδεύει άρρηκτα τον 1ο δίσκο των Morel «10000 Μέρες από ‘δω», εξηγούσα την προέλευση του ονόματος που επέλεξα κι αποδεχθήκαμε συνολικά ως συγκρότημα, ως μουσική «κολεκτίβα» όπως μας άρεσε να λέμε με τον Μιχάλη.
 
Η γλωσσική ρίζα του ονόματος Morel έχει δυό κύριες προελεύσεις: Η πρώτη είναι Ομηρική και σημαίνει την ειμαρμένη, την άφευκτη μοίρα του θανάτου, ποιητική αδεία την όψη του νεκρού και πιο ακραία το χρώμα του. Η δεύτερη έννοια είναι ένα κράμα λατινικών και αραβικής που σημαίνει το μαύρο αράπικο άλογο. Συν την κατάληξη ελ (κύρια ρίζα του Ελληνισμού), μου δημιούργησε ευθύς εξ αρχής ένα είδος κρυπτογράφησης της δικής μου καταγωγής: Morel, είναι επίσης ο Μαυριτανός. Ο βορειαφρικανός των Εσπερίδων και ταυτόχρονα, ο ευρωπαίος (αποτελεί συχνό επώνυμο στη Γαλλία και την Ισπανία) που ζεί ή έλκει την καταγωγή του από εκεί.    
 
 
Γιουσουρούμ: Από την Αθήνα του 85 μέχρι την Αθήνα του 2020 έχει αλλάξει κάτι όσον αφορά στην δυνατότητα ενός ιδιαίτερου μουσικού ή συγκροτήματος να βρει το δρόμο και για ευκαιρίες και να ακουστεί το έργο του;

Γιώργος Κωνσταντίνος Κούκιος: Νομίζω πως δεν άλλαξαν και πολλά σε σχέση με την αποδοχή εκ μέρους των «παραδοσιακών» εταιρειών, των κυνηγών ταλέντων και των παραγωγών (αν υποθέσουμε πως υπάρχουν πράγματι τέτοιοι στην Ελλάδα) μιας και διαρκώς ανακυκλώνεται ένα μίγμα που λίγο ως πολύ κυκλοφορεί στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο, όσο και στις πίστες της νύχτας και των συναυλιών. Αυτό που άλλαξε κι έχει δώσει άλλες διεξόδους κι εναλλακτικές λύσεις είναι πέρα από την τεχνολογία, οι τρόποι και τα μηχανήματα ηχογράφησης. Ταυτόχρονα, τα μουσικά όργανα έχουν τεράστια γκάμα κι εξ ίσου μεγάλο φάσμα οικονομικής αξίας κι έτσι είναι πιο προσιτά από πριν. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι φανταστείτε έναν κόσμο -πριν από όχι και τόσα πολλά χρόνια- όπου έπρεπε να αποστηθίζεις, να σημειώνεις σε χαρτιά ή να ηχογραφείς σε αρχέγονα κασετοφωνάκια μια μελωδία, έναν σκοπό, ένα τραγούδι για να μην χαθεί, μην το ξεχάσεις, μέχρι να βρεις μουσικούς, στούντιο κλπ, δηλαδή σχεδόν αδύνατα πράγματα την δεκαετία του ’70, που όλοι νομίζουν σήμερα πως τρώγαμε με χρυσά κουτάλια, ρουφάγαμε φραπέδες κι αράζαμε ανακούρκουδα στα γκαζόν μιας απολαυστικής Αθήνας... 
 

Θα σας πως άλλη φορά για τις δυσκολίες ενός εφήβου επί χούντας ή στην αρχή της μεταπολίτευσης φερ’ ειπείν. Σε καμιά περίπτωση αυτό το μουσικό, πειραματικό μάλιστα υλικό, δεν μπορούσες να το παρουσιάσεις σε Εταιρεία -αν υποθέσουμε πως σου έκαναν τη χάρη να σε δεχτούν για ακρόαση κλπ-. Είχα πάει σε πολλές από αυτές, με υπευθύνους – Μαρκησίους που μπρος σε ένα βουνό κασετών τοποθετούσαν μετά την ακρόαση, με μεγάλο κόπο και βαριεστημάρα το πόνημά σου, σε μια από τις κορυφές εκείνων των οροσειρών τα «αζήτητα όρη»… Πόσα αριστουργήματα να πήγαν άραγε χαμένα; Κάπως έτσι συνεχίστηκε το βιολί αυτό του κοτζάμπαση των ερτζιανών και της δισκογραφίας κι ως τα τώρα καλά κρατεί ε! Θέλω να πω, υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα εκατοντάδες μουσικά σχήματα και καλλιτέχνες, κι όχι μονάχα ροκ σε κάθε της κλαδί κι απόχρωση, αλλά και παραδοσιακοί, πειραματικοί της παράδοσης, διαπολιτισμικοί μουσικοί… Τους ακούτε ή τους βλέπετε εκεί; …Μόνο που τώρα, οι νέοι αλλά κι όσοι εκ των παλαιοτέρων αντέχουν και γουστάρουν, έχουν τον διάολο μέσα τους: το διαδίκτυο! Και βεβαίως τα μύρια τόσα εργαλεία ηχογράφησης. Πρόκειται περί μιας νέας «εκδίκησης της γυφτιάς».


Γιουσουρούμ: Όταν κάποιος σας ρωτάει για τους Morel τι είναι το πρώτο που έρχεται στο μυαλό και στην καρδιά;

Γιώργος Κωνσταντίνος Κούκιος: Μια ολόκληρη χρονική περίοδος γεμάτη δημιουργικότητα, τεράστιες δυσκολίες κι αναπάντεχες χαρές που ξαναβάζανε μπροστά με επιμονή, με χιούμορ, με μελαγχολία, με ερωτική διάθεση, με την φιλία, την μηχανή της ζωής: Την ελπίδα! …με μια λέξη…  Την ελπίδα για την κατανόηση και την αποδοχή αλλά και την διδαχή μιάς άλλης λέξης με πολύ μεγαλύτερο νόημα, που κινεί κατά τη γνώμη μου όλη τη ρόδα της ανθρώπινης διαδρομής: την Απώλεια. 
 

Γιουσουρούμ: Οι Morel όταν δημιουργήθηκαν είχαν στην σύνθεσή τους μουσικούς που είχαν ήδη μια παρουσία στα μουσικά πεπραγμένα της εποχής και ίσως από λίγο διαφορετικά ακούσματα εάν δεν κάνουμε λάθος. Τι ήταν αυτό που σας έφερε κοντά;

Γιώργος Κωνσταντίνος Κούκιος: Ο Βερναρδάκης, ο Πέππας κι ο Σιδηροκαστρίτης μόλις έβγαιναν από την λυκειακή εμπειρία με σχήματα jazz, jazz-rock ή πιο καθαρόαιμα rock. Ο Σιδηροκαστρίτης είχε μελετήσει πολύ τους γίγαντες της Jazz, τον Elvin Jones για παράδειγμα στον οποίο οφείλει κατά τη γνώμη μου σε μεγάλο βαθμό το δυναμικό παίξιμο εκείνης της εποχής. Ο Νίκος όμως δεν ήταν μονάχα αυτό, παρότι νεότατος τότε είχε μια τεράστια γκάμα ακουσμάτων και μελέτης κλασικής παιδείας,  και ταυτόχρονα είχε βιώματα κι ακούσματα από την ελληνική κι ανατολική παραδοσιακή μουσική. Δοκίμαζε όλα αυτά μαζί με τον Μιχάλη, ή με μεγαλύτερο σχήμα,  όλοι μαζί στο Συν Ένα (το μπαρ, όχι το Στούντιο, αυτό έγινε αργότερα) όπου με τον Σπύρο Χατζηνικολάου δοκιμάζαμε διάφορα μίγματα ήχων, ερμηνευτών κλπ. Ο Νίκος κι ο Μιχάλης όμως, οι δυό τους αποκλειστικά, είχαν παράλληλα με όλα όσα συμμετείχαν, το δικό τους ντουέτο κι επιτρέψτε μου εδώ να υπογραμμίσω πως δεν έχω ακούσει και πολλούς μουσικούς να παίζουν έτσι, σ’ όλη μου τη ζωή. Κι έχω ακούσει αρκετά. Σ’ αυτόν τον πυρήνα, έπαιζε κι ο Βαγγέλης που ήταν ακόμα περισσότερο εγκεφαλικός, εσωτερικός στην μουσική του σπουδή κι εμπειρία. Να κάνω μια παρένθεση εδώ και να θυμίσω πως και οι τρεις τους είχαν περγαμηνές κλασσικών σπουδών μουσικής, πέρα από το πανεπιστήμιο όπου φοιτούσαν: Ο Μιχάλης στη Νομική, ο Βαγγέλης στο Πολυτεχνείο. Ο Βαγγέλης -θα τον ονόμαζα ως ο Έλληνας Jaco Pastorius, πέρα από την αριστουργηματική του ερμηνεία και ικανότητα στο Μπάσο (κάθε μορφής), έπαιζε και πολύ καλή κιθάρα. Κι έγραφε και μελωδίες, με βαθιά συναισθηματική αξία. Με τον Βαγγέλη παίζοντας, έφευγε κανείς, γινόμασταν λωτοφάγοι… 
 
Τώρα, για τον Μιχάλη τί να πώ; Η προσέγγιση που είχαμε ήταν πολύ στενά συντροφική και φιλική, από ένα σημείο και μετά δεν μιλούσαμε, εργαζόμασταν παίζοντας κι αυτό ήταν ένα Θείο δώρο, για όσα χρόνια το απολαύσαμε, ως φίλοι, ως αδέρφια. Ο Μιχάλης είχε την διαύγεια και το ταλέντο να διακρίνει αμέσως την ουσία μιας σύνθεσης, να πλέξει εκεί την δική του υπόθεση, να εκλεπτύνει δίχως να καταστρέψει ή πολύ περισσότερο να τον απασχολεί να επιβληθεί. Κι από πλευράς δεξιοτεχνίας κι ερμηνεία, είναι κρίμα μεγάλο που δεν πρόλαβε να αφήσει έργο παρά μόνο σπαράγματα…  Ο Μιχάλης είχε ήδη αρχίσει από την εφηβεία του να εμβαθύνει στη νεότερη jazz σκηνή, αυτήν της ecm αλλά και ιδιαίτερα στον Mc Laughlin που αγαπούσε ιδιαίτερα, γνωρίζοντας βέβαια όλη την πορεία της jazz όπως και της κλασικής, της ροκ ή της παραδοσιακής μουσικής. Είχε επίσης μεγάλη σπουδή στους Aria την εποχή του Stratos, κι από τους σύγχρονους τους Residents που εκτιμούσε ιδιαίτερα. Με τον Μιχάλη, σε όλες αυτές τις αναζητήσεις, τις ατέλειωτες ακροάσεις, τις δοκιμές κλπ, ζήσαμε υπέροχες εμπειρίες. Όλα αυτά, ήρθαν ως φυσική συνέχεια της δικής μου πορείας, έχω γράψει και μιλήσει αρκετές φορές γι’ αυτά κι εδώ θα σημειώσω μόνο την συμπόρευση με τον Χατζηνικολάου ως βαθιά σπουδή και συνδημιουργία που προηγήθηκε των Μορέλ. Παράλληλα βέβαια, την ίδια ακριβώς εποχή με τους Μορέλ, υπήρχε πάντα η ενασχόλησή μου με την παραδοσιακή μουσική και το ρεμπέτικο αλλά και το λεγόμενο «έντεχνο», με αποκορύφωμα το μαγαζί που είχαμε φτιάξει με τον Βαγγέλη Κορακάκη στην Καισαριανή -το «Μακάμι»- και την δική μας μελέτη και προσέγγιση σε όλον αυτό τον θησαυρό που είναι το αυθεντικό λαϊκό και κοσμικό ελληνικό τραγούδι. Γι’ αυτά, μια άλλη φορά ίσως να τα πούμε.


Γιουσουρούμ
: Ο πρώτος δίσκος σας "10.000 Μέρες από 'δώ" είχε χαρακτηριστεί από πολλούς ως ο καλύτερος "Post New Wave" με ελληνικό στίχο. Αυτό αποτέλεσε στοιχείο δυναμικής ή τροχοπέδη με οιονδήποτε τρόπο στην μουσική σας εξέλιξη και πορεία;

Γιώργος Κωνσταντίνος Κούκιος: Αυτά τα λένε και τα γράφουν εκείνοι που θεωρούν πως πρέπει με κάθε τρόπο να κατατάξουν κάποιο έργο. Το Ostinato Rigore για παράδειγμα, τί σχέση έχει με το new wave; έχει ίσως μια συγγένεια με τους Felt, αλλά είναι μια ευθεία αναφορά στον Σταύρο Ξαρχάκο. Όπως κι οι Μακρινές Γραμμές στον Οδυσσέα Ελύτη. Κάθε κομμάτι έχει τουλάχιστον 1-2 κλειδιά προσέγγισης και μια τουλάχιστον ιστορία κρυμμένη ανάμεσα σε κείνη που αφηγείται ο στίχος… Το Δίπλα σε Πέταγμα Πουλιών ή Στη Σιωπή Γυαλί, ναι, είναι κατευθείαν αναφορές σ’ αυτήν την σύγχρονη τότε- μαυροντυμένη συνήθως εξέγερση των νέων καλλιτεχνών και των φίλων ή των ακροατών τους κλπ. Τροχοπέδη όμως όχι, δεν στάθηκε σε καμιά περίπτωση. Δεν σταμάτησα να γράφω, να δημιουργώ με διάφορους τρόπους. Η μουσική και το τραγούδι είναι μια έκφραση για μένα, σημαντικότατη όχι όμως και η μοναδική. Ευτυχώς! Αυτό που συνέβη είναι πως παρά τις εξαιρετικές κριτικές και την αποδοχή του κόσμου, τα μεγάλα (ελάχιστα τότε) μαγαζιά που κάνανε θεματικές συναυλίες είχαν πρόβλημα να μας εντάξουν στο πρόγραμμά τους. Μάλλον αυτοί χάσανε… Και χάσαμε κι εμείς, αφού ήταν αδύνατο είτε από τους δίσκους μας είτε από τις μικρού βεληνεκούς εμφανίσεις μας να πληρωθούν οι μουσικοί του γκρουπ, οι τεχνικοί, φωτογράφοι κλπ. Και για μένα, ήταν αδύνατο να καλύψω τα έξοδα εσαεί… Ελάχιστοι κατάφεραν, με αίμα και τεράστιο κόπο αυτό το πράγμα, δηλαδή να δημιουργούν αυτό που ήθελαν και να ζουν -επαναλαμβάνω, με πολλές δυσκολίες- από αυτό που επέλεξαν να είναι η ζωή τους. Και είναι άξιοι σεβασμού.

Γιουσουρούμ: Αλήθεια γιατί δυο χρόνια ηχογραφήσεων για έναν δίσκο;

Γιώργος Κωνσταντίνος Κούκιος: Γιατί όλοι οι συμμετέχοντες είχαν πολλές ασχολίες για να αφιερωθούν αποκλειστικά στην δισκογράφηση. Κι εμένα μου ήταν αδύνατο κάτι τέτοιο. Τα παιδιά σπουδάζανε όπως είπα και παράλληλα είχαν αρχίσει να δισκογραφούν. Έπρεπε να βγάλουν το ψωμί τους -πράγμα καθόλου εύκολο για την εποχή- κι εγώ το δικό μου, εργαζόμουν ήδη ως υπάλληλος. Την μουσική, αν θέλεις να την υπηρετήσεις στην Ελλάδα πρέπει να κάνεις τεράστιες θυσίες. Η θυσία τους, ήταν οι ελάχιστες ελεύθερες ώρες τους που τις αφιέρωσαν σταλιά-σταλιά στους δίσκους μας, ιδιαίτερα στον πρώτο. Και τους ευγνωμονώ. Βέβαια, είχε μια επιπρόσθετη δυσκολία αυτό, για παράδειγμα όταν ξεκινήσαμε δεν υπήρχε η τεχνολογία που είχαμε στη διάθεσή μας δυό χρόνια μετά. Τα πράγματα βλέπετε κάλπαζαν γοργά. Κι εμείς δοκιμάζαμε καινούργια πράγματα κάθε τόσο. Θα ήθελα κάποτε να μπορούσα να ξανακούσω τις πολυκάναλες μπομπίνες, πρέπει να γίνεται χαμός από ηχογραφήσεις, ξανά και ξανά. Ο Σπύρος Χατζηνικολάου κουράστηκε πολύ για να μιξάρουμε και να φτάσουμε στο master tape, στις μήτρες. Νομίζω όμως πως το τελικό αποτέλεσμα είναι τίμιο κι αποδίδει τις αρχικές προθέσεις και προσδοκίες. 


Γιουσουρούμ
: Έχοντας τότε παίξει σε όλα τα στέκια και με όλα τα γνωστά ονόματα της εποχής τι είναι αυτό που θυμάστε περισσότερο από τότε;

Γιώργος Κωνσταντίνος Κούκιος: Τον Παύλο Σιδηρόπουλο. Ένα βράδυ -το τελευταίο που μιλήσαμε- στο «Άλσος» στο φουαγιέ, οι δυό μας. Λίγες μέρες πριν παίξουμε εμείς. Είχα πάει να τον ακούσω και να δω πάλι τον χώρο που ήξερα από παιδί, μέναμε εκεί απέναντι όταν εγκατασταθήκαμε στην Ελλάδα. Του λέω σε μια στιγμή «Παύλο, ως πού θα πάει όλο αυτό…» και μου απάντησε «τώρα είναι πολύ αργά, ας προσέξουν άλλοι, να μείνουν μακριά…». Σπουδαίος ερμηνευτής, συγκλονιστικός.

Μου έχει εντυπωθεί επίσης το άγχος για την τελική ποιότητα του ήχου, σπάνια όπως θα θέλαμε, όχι μονάχα εμείς αλλά και οι τεχνικοί. Ήταν μεγάλο μανίκι ο ήχος τότε, χωρίς ηλεκτρονικούς αυτοματισμούς και ψηφιακές κονσόλες με μνήμες κλπ. Τα προλάβαμε στην αρχή τους -στο δικό μας τέλος-. Για να παίξουν 2-3 συγκροτήματα επί της ίδιας σκηνής, διαδοχικά, ο κύριος όγκος του ήχου προσαρμοζόταν στο «γνωστό γκρουπ» της βραδιάς και οι άλλοι (τα ξεχωριστά κανάλια για κάθε όργανο, κάθε συγκροτήματος κλπ) σημειωνόντουσαν χονδρικά σε κομμάτια κολλητικής ταινίας σε κάθε ποτενσιόμετρο, σε κάθε εφέ (αν υπήρχε τέτοιο) κλπ. Χάος! Καμιά φορά λειτουργούσαν όλα αυτά χάρι στις φιλότιμες κι υπεράνθρωπες προσπάθειες των τεχνικών κι άλλες μας γράφανε κανονικά… Παρ’ όλ’ αυτά, ηχογραφούσα πάντα σχεδόν το σύνολο της κάθε συναυλίας, κι υπάρχουν κάποιες στιγμές εκπληκτικές σ’ αυτήν τη ζούγκλα…
 
Γιουσουρούμ: Υπήρχε τότε αυτό που πολλοί πιστεύουμε και ονομάζουμε ως Ελληνική Ανεξάρτητη σκηνή;

Γιώργος Κωνσταντίνος Κούκιος: Φυσικά και υπήρχε και υπάρχει κι ενυπάρχει. Υπάρχει Ανεξάρτητη Σκηνή στην εξαρτημένη κι Εξαρτημένη στην ανεξάρτητη κι ούτω καθεξής. Ως τάση όμως και αρχικό όραμα, και κυρίως ως πραγματικότητα και τρόπο ζωής και δημιουργίας, υπάρχει -αλλά δεν είναι αυταπόδεικτο- σε προσωπικό επίπεδο. Κάποιοι δημιουργοί -αυτούς που κάποιοι τους κατηγορούν ως «κατεστημένο», όποια κι αν είναι η επιλογή τους κι η στέγη τους- πάλεψαν πάρα πολύ στη ζωή τους ή ήταν πραγματικά μεγάλοι και το έργο τους αποδεικνύεται τεράστιο κι έτσι ουσιαστικά κράτησαν το τιμόνι οι ίδιοι και πρόσφεραν θησαυρούς στον κόσμο. Και το αντίθετο. Το παράδοξο που παλεύει να αναδείξει ο Camus υπάρχει παντού, γιατί αυτή είναι η ζωή, αυτή είναι η ανθρώπινη συμπεριφορά.
 
Ο Χατζιδάκις για παράδειγμα, ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος, ο Μαρκόπουλος, ο Πλέσσας, ο Σπανός, ο Χατζηνάσιος, ο Μούτσης, ο Κηλαηδόνης, ο Λοϊζος κι ο Σαββόπουλος, ο Μικρούτσικος αργότερα κλπ. Η Φαραντούρη, η Μοσχολιού, η Νίνου, η Μπέλλου, η Γεωργακοπούλου κ.α. Οι Socrates, οι Poll, ο Πουλικάκος, η Σπυριδούλα, ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο Πανούσης, ο Δρόλαπας, ο Παπαντίνας, οι Τρύπες, τα Σπαθιά, ο Παυλίδης, ο Αγγελάκας, ο Γιώργος Δημητριάδης, η Μόνικα, η Λένα Πλάτωνος, η Σαβίνα Γιαννάτου, ο Γιώργος Μακρής, η Κρίστι Στασινοπούλου, οι Naxatras, οι Dead Ends, οι Last Drive, οι Vodka Juniors, οι Earthbound στην δική τους πορεία. Η Κωχ, ο Ξυλούρης, ο Μαμαγκάκης, ο Γκαϊφύλλιας, ο Ξυδάκης, ο Παπάζογλου, ο Ρασούλης, ο Μάλαμας, ο Μαμαγκάκης, η Ελευθερία, η Τσαλιγοπούλου, η Γλυκερία, η Τσανακλίδου, η Κορίνα Λεγάκη, ο Ανδρέου, o Περίδης, οι Χαϊνηδες, ο Χαρούλης, ο Πορτοκάλογλου, ο Σπάθας, ο Ρακόπουλος κι άλλοι ευτυχώς πολλοί. Όλοι αυτοί είχαν μεν συμβόλαια ή απλά ηχογράφησαν με μια εταιρεία, αλλά φέραν το σκάφος τους λίγο ως πολύ στην δική τους ευκταία πορεία, με μεγάλο κόστος, με πολλή δουλειά.
 
Υπάρχει κι ένα πολύ ωραίο βιβλίο, του Μάτσα που καταρρίπτει πολλούς μύθους νομίζω. Όπως και του Ζαμπέτα, αριστούργημα! Κάθε άλλο παρά «εξαρτημένη σκηνή» λοιπόν, η σκηνή που ανέδειξε τον Τούντα, τον Μάρκο, τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου, τον Χατζηχρήστο, τον Ζαμπέτα, τον Χιώτη, τον Μπιθικώτση, τον Καζαντζίδη ή τον Νταλάρα, τον Νικολόπουλο, τον Πάνου, τον Κοντογιάννη, τον Μάγκα, τον Κορακάκη. Την Παπαγιαννοπούλου, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Ελευθερίου, τον Σαμαρτζή, τον Σκούρτη, τον Χριστοδούλου, τον Γκούφα, τον Γκάτσο και τόσους στιχουργούς, αληθινούς ποιητές και τεχνίτες της πλοκής ενός μικρού διαμαντιού που να τραγουδιέται. Εκτός και κάποιος με πείσει πως αυτοί τα βρήκαν όλα ρόδινα και δεν κάνανε τίποτε άλλο παρά να υποκύπτουν. Συμβιβασμοί γίνονται πάντα στη ζωή, κι από όλους ανεξαιρέτως, όπως και μάχες δίνονται, ασταμάτητα και πολύ μεγάλες μάλιστα, ανεξάρτητα από ταμπέλες και προθέσεις. Η ελευθερία και η ανεξαρτησία βρίσκονται μέσα στην Κοινωνία κι όχι έξω από αυτήν, είναι το έπαθλο κι έχει μόχθο και κόστος. Αλήθεια και ψέμα, υπερβολή και σύνεση υπάρχει παντού, είναι προσωπικό το θέμα, το πως θα εξελιχθείς και τί αποτύπωμα θα αφήσεις, πέρα από τις αρχικές προθέσεις. Η μουσική είναι το αίμα της ψυχής και τρέχει εδώ κι εκεί χωρίς σύνορα, σαν σε συγκοινωνούντα δοχεία. Το ίδιο οι γνώσεις κι οι ιδέες, το ίδιο όμως και το μίσος κι οι μολύνσεις…


Γιουσουρούμ: Τώρα πιστεύετε ότι υπάρχει αντίστοιχη σκηνή;

Γιώργος Κωνσταντίνος Κούκιος: Έτσι κι αλλιώς το εταιρικό τοπίο είναι τελείως διαφορετικό από τότε και ίσως και να μην χρειάζεται καν. Όσοι υπολογίζουν σε ανακατατάξεις, εννοούν μια επανάληψη με απλό ανακάτωμα της τράπουλας και νέους παίκτες της ίδιας παλιάς κοπής. Είναι μύωπες, τουλάχιστον... Σαν την Βουλή των Νέων, που βλέπεις έναν/μια έφηβο να αγορεύουν, να έχουν πλήρη ελευθερία υποτίθεται να πουν και να ξετυλίξουν μια φρέσκια ιδέα, μια ουσιαστική εναλλακτική λύση, και βρίσκεσαι μπροστά στον κλώνο του παλιού αν όχι του παμπάλαιου…. Υπάρχει όμως τώρα ευτυχώς, πολύς νέος κόσμος που τα προσπερνά όλα αυτά, διότι το διαδίκτυο είναι ένας τεράστιος αγωγός που συνδέει καλλιτέχνες κι ακροατές παγκόσμια. Και ταυτόχρονα, είναι κερδοφόρο για τον δημιουργό. Βεβαίως, ως αγωγός, μεταφέρει και πολλά σκουπίδια, καιρός όμως να ωριμάσουμε και να αποκτήσουμε αυτό που ακούγεται πολύ τελευταία -και συμφωνώ με αυτό όταν επιλέγουμε: Προσωπική ευθύνη, στην επιλογή πρώτ’ απ’ όλα και στην διάχυση στη συνέχεια. Ευθυκρισία κι επίγνωση λοιπόν. Το πρόβλημα που προκύπτει από την εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών, είναι η ασυδοσία που επέφερε η ψηφιοποίηση και η ευκολία αντιγραφής, δανεισμού, μεταπώλησης κλπ, των ψηφιοποιημένων έργων. Αυτό ήταν και παραμένει άδικο, αν όχι εγκληματικό για τους δημιουργούς. Η επιστροφή στο Βινύλιο, στο Ραδιόφωνο κλπ, είναι μια σπουδαία απόφαση, σε παράλληλη χρήση μιας πιο συνετής χρήσης της ψηφιακής τεχνολογίας αναπαραγωγής. Όταν χάνεις τον δρόμο, δεν είναι κακό να κάνεις δυό βήματα πίσω, να ξαναπιάσεις το μονοπάτι απ’ το σημείο που έχασες το βήμα…

------------------------------------------------------------------------

Στο δεύτερο μέρος, που θα ακολουθήσει σε λίγες ημέρες, συζητάμε για το Chernobyl, για την Biennale της Bologna , για τον δεύτερο δίσκο τους με τίτλο Βουβά Τοπία, για το τρίτο τους άλμπουμ που δεν κυκλοφόρησε ποτέ και άλλα πολλά. Μέχρι τότε ας (ξανα)ακούσουμε το «10000 Μέρες από ‘δω».
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: